Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίλαλος ο [andílalos] Ο20 : 1.η ηχώ, η επανάληψη δηλαδή του ήχου, όταν το εμπόδιο, στο οποίο αυτός προσκρούει, βρίσκεται σε μακρινή απόσταση: Άκουγε τον αντίλαλο της φωνής του και νόμιζε ότι κάποιος τον κορόιδευε από το βάθος της ρεματιάς. 2. (σπάν., μτφ.) η απήχηση.
[αντιλαλ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. ἀντίλαλος `κακολόγος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίλαλος ο.
-
- Hχώ, αντίλαλος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1465]).
[<αντιλαλώ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Hχώ, αντίλαλος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίλαλος [andílalos] ο, pl αντίλαλοι & poet αντιλάλοι
- ① (the phenomenon of) echo (syn αντήχηση, ηχώ):
- οι πλαγιές της λαγκαδιάς έστελναν με τον αντίλαλό τους το τραγούδι ως τη νεροτριβή (Karkavitsas) |
- ο ~ ξανάλεγε τις φωνές μέσα στο φαράγκι (Petsalis) |
- απ' την αντίθετη άκρη ο ~ έφερε ένα γρήγορο καλπασμό από δυνατό ζώο (Plaskovitis) |
- poem δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός .. | δεν ήθελε να τον ξαναπεί ο ~ κοντά του (Solom) |
- δοκίμασε τον ήχο πάλι | και γροίκησαν κι αποκριθήκανε | απ' τις σπηλιές τους οι αντιλάλοι (Skipis) |
- και τ' αλληλούια ας αντηχήσει απ' τη μιαν άκρη | της γης στην άλλη, κι ο ~ ας κράξει | το ευοί κ' ευάν κλ (Sikel)
- ② echoing, reverberation (of sounds) (syn ηχώ, απόηχος, αντήχηση):
- ο ~ της καμπάνας |
- ~ τουφεκιών |
- ~ μιας μάχης |
- ο ~ της σειρήνας του πλοίου |
- το χωριό είναι ένας μουσικός ~ νερών |
- ο ~ από τα περαστικά οχήματα έφτανε στ' αφτιά του ολοένα πιο δυνατός (TAthanasiadis) |
- πήρε τον αντίλαλο των πυροβολισμών η νοτιά και τον σκόρπισε σαν ανάερη τέφρα (Petsalis) |
- φώναξα μ' όση δύναμη μου απόμενε, αλλά δεν ήρθε απάντηση ούτε ξαναγύρισε ο ~ της φωνής μου (Chakkas) |
- poem των τραγουδιών οι αντίλαλοι κ' οι βρόντοι των αρμάτων (Palam) |
- κι ως ταύρος μούγκρισε όλο αντίλαλο το στρουφιχτό φαράγγι (Kazantz Od 6.129) |
- .. η βοή του πελάγου που σε ζώνει | είν' ο ~ μόνο της φωνής μου (Sikel) |
- .. γιατί η κάθε φωνή | είχε πολλούς αντίλαλους ανάμεσα στα δυο βουνά τ' Aϊ-Λια και των Aϊ-Σαράντα (Ritsos)
- ③ fig reflection (of ideas etc), echo (syn απόηχος):
- πανελλήνιος ~ |
- αντίλαλοι από παλιά χρονικά, από βάθη ψυχών |
- ο ~ της ιταλικής Aναγέννησης |
- η ελληνική ποίηση παρουσιάζεται ως ο ~ ολόκληρου λαού (Palam) |
- το ιστορικό μυθιστόρημα μετά το '21 ήταν ξενόφερτο είδος, ~ ξέψυχος ευρωπαϊκής μόδας (Melas) |
- φτάνουν έως τη σφαίρα του δικαίου αντίλαλοι από τις πνευματικές κατακτήσεις του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- η ανάλυση του Γοργία είναι ο ~ συζητήσεων του θέματος από τους σοφιστικούς κύκλους της εποχής (id.) |
- η μυκηναϊκή τέχνη δεν ήταν παρά ο ~ της κρητικής στη Στερεά Eλλάδα (ChZalokostas) |
- poem της μοίρας είμ' ο ~, της ιστορίας ο κράχτης (Palam) |
- ακούω μακάριος τον ήχο της φωνής σου, | σαν κάποιο αντίλαλο χαμένου παραδείσου (Melachrinos) |
- .. τόσες αυγές και δειλινά, | .. | .. | φέρνουν αντίλαλους από τα περασμένα (Melissanthi)
- ④ fig repercussion, effect (near-syn αντίκτυπος 2):
- η κραυγή εναντίον του K. είχε καταπληχτικόν αντίλαλο σε όλη την Iσπανία (Kazantz) |
- οι προφητείες του Nίτσε δε βρίσκουν αντίλαλο, οι σοφοί τις περιφρονούν, οι νέοι δε συγκινούνται (id.) |
- πόσο μεγάλος ήτανε ο ~ του "Άσπρου και του Mαύρου" έγινε φανερό από το ξέσπασμα φθόνου του K. (Melas) |
- ο εσωτερικός μονόλογος αφήνει ν' ακουστεί ο ~ που τα γεγονότα αφήνουν στην ψυχή (Chatzinis) |
- η αισθητική εμπειρία είναι ο ~ που έχει μέσα μας η εντύπωση ενός ωραίου αντικειμένου (Papanoutsos)
[fr MG αντίλαλος ← K (dub.)]
- ① (the phenomenon of) echo (syn αντήχηση, ηχώ):