Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίκτυπος ο [andíktipos] Ο20 : συνέπεια, συνήθ. έμμεση, μιας πράξης ή ενός γεγονότος· (πρβ. απήχηση): Ο ~ μιας δολοφονίας / επανάστασης. H έλλειψη προγραμματισμού είχε δυσμενή αντίκτυπο στην πορεία της δουλειάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίκτυπος `αντήχηση΄ σημδ. γαλλ. contrecoup, répercussion]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκτυπος [andíktipos] ο, (& αντίχτυπος)
- ① echo, reverberation (syn αντήχηση):
- ξεσπάνε χειροκροτήματα κάτω στην πλατεία,~ στο λόγο του (Petsalis) |
- poem πέφτουν οι στιγμές | αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη | προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές .. (Seferis)
- ② fig repercussion, effect, impact (syn επιπτώσεις, απήχηση, near-syn αντίλαλος 4):
- ο ~ στη βιομηχανική ζωή της χώρας |
- ευνοϊκός ~ στις τιμές |
- απροσδόκητος ~ στις νεανικές ψυχές |
- ο αντίχτυπος στο ηθικό του αντιπάλου |
- ο ευρύτερος ~ στην πολιτική του Άξονος |
- πάντα τα λόγια σας θα βρίσκουν κάποιον αντίκτυπο μέσα μου (Palam) |
- οιαδήποτε σημερινή ενέργεια έχει άμεσο αντίχτυπό της και στις πέντε ηπείρους (Kazantz) |
- η ωμή πραγματικότητα είχε αντίκτυπο στο ίδιο τους το κορμί (Chatzinis) |
- οι νοησιαρχικές ακρότητες υφίστανται τον αντίκτυπο της εξεγέρσεως των ποιητικών στοιχείων (Dimaras) |
- η συγγραφική εργασία του Hufeland αισθάνθηκε τον αντίκτυπο της αναπηρίας του (Louros)
[fr kath αντίκτυπος ← PatrG (5th c. AD)]
- ① echo, reverberation (syn αντήχηση):