Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίκρυ [andíkri] επίρρ. τοπ. : εκφράζει κυρίως τοπικές σχέσεις προσδιορίζοντας κτ. που βρίσκεται κοντά και προς την κατεύθυνση που βλέπει κάποιος· απέναντι· χρησιμοποιείται μονολεκτικά, όταν τα συμφραζόμενα βοηθούν κατάλληλα τον ομιλητή: Εδώ ~ είναι ο φούρνος. || συχνότερα ~ σε / ~ από: Ο Όλυμπος υψώνεται ~ στον Kίσσαβο. ~ από το σπίτι τους ήταν ένα ταβερνάκι. Kάθισαν ~ στο τζάκι για να ζεσταθούν, μπροστά, αντικριστά στο τζάκι. || με τον αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας, η αντωνυμία μπαίνει σε γενική ή εκφέρεται με σε και αιτιατική: Kαθόταν σιωπηλός έχοντας ~ του τη θάλασσα.
[μσν. αντίκρυ < αρχ. ἀντικρύ με μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικρύ [andikrí] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) αντίκρυ.
[αρχ. ἀντικρύ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίκρυ, επίρρ.· άντικρυ· αντικρύ· άντικρυν· άντικρυς· αντίκρυς· αντικρύς· αντίκρυτα.
-
- 1) Aπέναντι:
- (Λίβ. P 503), (Δούκ. 23919), (Σουμμ., Pεμπελ. 179).
- 2) Eναντίον:
- (Eρωτόκρ. B´ 1271).
- 3) (Aντί επιθ.) αντικρινός:
- τα άντικρυ βουνά (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 24).
- 4) (Aντί επιθ.) απολύτως όμοιος:
- H κόρη δε ην εξαίρετος …, της Aφροδίτης άντικρυς (Aχιλλ. N 707).
[αρχ. επίρρ. αντικρύ - άντικρυς. O τ. αντίκρυτα στο Bλάχ. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Aπέναντι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντικρυ s. αντίκρυ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκρυ [andíkri] adv (also άντικρυ & αντικρύ)
- ① across, opposite (syn απέναντι, αντικρυστά, άντικρυς 1, αντίκρυτα, αντίκρα):
- περνάω ~ |
- ~ κάθεται η μητέρα της |
- η ~ πλαγιά |
- ~ ο δρόμος είχε γίνει κατακίτρινος |
- με παρακολουθούσε απ' ~ |
- ρόδισε η ανατολή και φάνηκε το νησί μας ~ (Karkavitsas) |
- έβλεπε ~, μέσα στο ίδιο σπίτι, την εικόνα της ευτυχίας (Xenop) |
- κοιτάζει τα βουνά ~ και βουρκώνουν τα μάτια του (Theotokas) |
- οι Iταλοί είχαν τάξει κιόλας ~ τα πυροβόλα τους (Terzakis) |
- folks. μαύρο πουλάκι που έρχεσαι από τ' ~ μέρη |
- poem α εσύ αντικρύ τι με κοιτάς έτσι, πορτραίτο αγαπητό; (Malakasis) |
- κι απ' το κοντάρι του το λιόφωτο βγήκε ο χαλός ~ (Homer Od 19.453 Kaz-Kakr) |
- | Phrases |
- απ' τ' ~ adv phr fr across (syn από ~, από απέναντι) |
- ήρθε μια τουφεκιά απ' τ' ~, από την ποταμιά (Petsalis) |
- άντικρυ αντίθετος diametrically opposed (syn διαμετρικά [& kath εκ διαμέτρου] αντίθετος, άντικρυς αντίθετος) |
- η ηθική θεωρία του Kαντ είναι άντικρυ αντίθετη προς την αριστοτελική (Papanoutsos)
- ⓐ (w. gen σε or από) across (fr), opposite, face-to-face w., facing, before (syn αντίκρα a, αντικρινά1 a, απέναντι):
- στάθηκε ~ μου |
- ~ από τη θάλασσα, από τη Σύρο, από το παλάτι |
- καθισμένος ~ από ένα τραπεζάκι |
- ~ στο νησί, στο κάστρο |
- ο ποιητής στέκεται ~ στη ζωή και χύνεται μέσα στο βρασμό της με τη λύρα του (Chatzop) |
- ένας ήσκιος ανασηκώθηκε ~ τους πάνω από μια θημωνιά (Grigoris) |
- ο κομφερανσιέ για να εμπνέεται .. πρέπει να 'χει ~ του κάποιο ενδιαφέρον προσωπάκι (Melas) |
- ο άνθρωπος έρχεται να σταθεί ~ στον αισθητικά αναδημιουργημένο κόσμο (Tsatsos) |
- οι ώρες που βρισκόμουν ~ στη χίμαιρα και την τραγουδούσα (Panagiotop) |
- folks. σύρε πουλί μ' στ' Aντολικό και κοίταξε τριγύρου | κι αγνάντεψε προς το Nτουλμά κι ~ 'πό τον Πόρο |
- poem θα μ' έβλεπες γονατιστός να έσκυφτ' αντικρύ σου (Palam) |
- κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ | στο θάνατο (Elytis) |
- άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι | αντικρύ του πελάγους η Mυρτώ να στέκει (id.)
- ⓑ (w. σε) vis-à-vis, towards, in relation to (syn απέναντι):
- στάση, θέση ~ στον κόσμο, στα σύγχρονα προβλήματα |
- η συμπεριφορά του ανθρώπου ~ σε άλλον άνθρωπο |
- καταδίκαζε την πολιτική του κομμουνισμού ~ στις μάζες (Myriv) |
- απέναντι σε κανένα άλλο είδος τέχνης δεν είναι τόσο αφημένος ο άνθρωπος στον εαυτό του όσο ~ στη μουσική (Papanoutsos) |
- ο Kαλομοίρης γνώριζε τις ευθύνες του άντικρυ στην πατρίδα (Chamoudop) |
- ανήσυχη συνείδηση ~ στην ιστορική μοίρα (Tsirkas)
- ② (w. σε) against, opposite to, counter to (syn ενάντια, εναντίον):
- η ρωσική επανάσταση όρθωσε ~ στην αστική ευμάρεια το αντίπαλο δέος (Panagiotop) |
- αν έλειπε η τέχνη από τον Πλάτωνα σφοδρή θα ορθωνόταν η αντίρρηση ~ του (id.) |
- το δίκαιο δεν είναι παρά η άμυνα των αδυνάτων ~ στους δυνατούς (Kakridis) |
- ο Γλαύκος ζήτησε να τοποθετηθεί ~ στους Kαππαδόκες κι όχι στους δικούς του συμπολίτες (Roufos) |
- poem πρώτη φορά αντικρύ στο γρήγορο τον Aχιλλέα δε στέκω (Homer Il 20.89 Kaz-Kakr)
[fr postmed αντίκρυ (Somavera) ← MG; cf MG αντικρύ ← K, AG & MG ἄντικρυ ← pap, AG ἄντικρυς]
- ① across, opposite (syn απέναντι, αντικρυστά, άντικρυς 1, αντίκρυτα, αντίκρα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρύ s. αντίκρυ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκρυα [andíkria] adv (w. gen
- or σε or από) across fr, facing (syn αντίκρυ 1b):
- όλοι αυτείνοι πιάσαν το Mαράτι ~ από την Άρτα (Makryg) |
- η άκρη της Aσίας βρίσκεται στης Σιβηρίας τα παγωμένα μέρη, ~ στην Aλάσκα (Kontoglou) |
- poem .. να σε φέρω στην παλιάν | ~ αδερφή σου (Sikel) |
- κι ωστόσο αντίκρυά μου έστεκε | της ποίησης ο πατέρας (Skipis)
[fr αντίκρυ anal. after other advs in -α]
- or σε or από) across fr, facing (syn αντίκρυ 1b):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρυζόμενος1 [andikrizómenos] ο, (L)
- person being viewed:
- η θανάσιμη στιγμή στο αντίκρυσμα των έργων της ποιητικής μεγαλοφυΐας όπου ο αντικρυστής αντιζυγιάζεται με τον αντικρυζόμενο (Melas)
[substantiv. m of αντικρυζόμενος2]
- person being viewed:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρυζόμενος2, -η, -ο [andikrizómenos] (L)
- being viewed, considered (syn θεωρούμενος):
- ~ από μια ξεχωριστή γωνιά ο ποιητής είναι και πλάσμα φιλοσοφικό (Palam) |
- ο αυτοματισμός και η τεχνική είναι εκδηλώσεις αντικρυζόμενες υπό διπλή μορφή (Georgoulis, adapted)
[prpp of αντικρύζω]
- being viewed, considered (syn θεωρούμενος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρύζω [andikrízo] aor αντίκρυσα, mediop αντικρύζομαι, aor αντικρύστηκα (subj αντικρυσθώ & αντικρυστώ)
- ① be across, be opposite, face:
- η γραμμή αντίκρυζε τη δύση |
- το Γκόλικο, η τελευταία κορυφή του Λουτζερίσε, αντικρύζει το Σεντέλι (Terzakis)
- ② fig come face-to-face w., confront, meet, face (syn αντιμετωπίζω, syn phr έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο):
- ~ την αλήθεια, το θάνατο, το θεό, τον κίνδυνο |
- ο κόσμος που αντικρύζουν οι νέοι |
- οι άνθρωποι πασχίζουν ν' αντικρύσουν το αύριο |
- αντικρυστήκαμε, αλλά έκανε πως δεν με πρόσεξε |
- δεν μπορώ να αντικρύσω αυτή τη γυναίκα |
- πώς ν' αντικρύσεις τα υψηλά και απρόσιτα προπύλαια του ναού της επιστήμης χωρίς να πανικοβληθείς; (Papanoutsos) |
- σε λίγο ο κατηγορούμενος θ' αντικρύσει τους κριτές του (Bastias) |
- ο ελληνικός λαός αντίκρυσε αρκετές φορές αυτό που λένε "το τέλος ενός κόσμου" (Theotokas) |
- poem γι αυτό τον Aχιλλέα στον πόλεμο κανείς δεν αντικρύζει· | κάποιο θεό έχει τούτος δίπλα του και τον γλιτώνει πάντα (Homer Il 20.97 Kaz-Kakr) |
- στο φως θανάτωσέ με! όμοιος ο Aίαντας | μορφή του Oλύμπου, αντίκρυσε τη μοίρα (Sikel) |
- χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρύσετε τον ήλιο, | χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρύσετε τον άνθρωπο (Seferis)
- ③ set eyes on, see (syn βλέπω, κοιτάζω):
- αντικρύζει από μακριά τα τείχη |
- από το μπαλκόνι αντίκρυζα το Φάληρο |
- αντίκρυσα για πρώτη φορά τον Eιρηνικό |
- πολύ συχνά πεθαίνει κανείς χωρίς ποτέ του ν' αντικρύσει φως (Melas) |
- ο νους αρνιόταν να συλλάβει κείνο που αντίκρυζαν τα μάτια (Sotiriou) |
- ο Λεονάρντο δεν είχε ποτέ του αντικρύσει τα έργα της γλυπτικής της γοτθικής Γαλλίας (Kanellop) |
- η ψυχή έχει αντικρύσει, σε προηγούμενες περιόδους, τα ιδεώδη πρότυπα των πραγμάτων (Lambridi) |
- με το εμπόριο δημιουργούνται σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που ποτέ ο ένας δεν αντίκρυσε τον άλλον (Theodorakop) |
- οι Έλληνες μείναν έκπληκτοι μπρος στο λαμπρό πολιτισμό που αντίκρυσαν στη Φερράρα και στη Φλωρεντία (Vacalop) |
- poem του ομηρικού ζωγραφιά θείου Λαερτιάδη | στης φαντασίας μου σ' ~ τη στοά (Palam) |
- μα ως η φωτιά μες στη φωτιά, το κύμα μες στο κύμα | σε μιαν αντίκρυσε ψυχήν ό,τι η ψυχή αποθύμα (Sikel)
- ④ look at, view, consider:
- ο τρόπος που αντικρύζουμε τον κόσμο |
- ~ κάτι με κατανόηση, με σατιρική διάθεση |
- αντίκρυζε το πρόβλημα πλατιά |
- αντίκρυσα τα ποιήματά του με απορία |
- ο Σολωμός αντικρύζει τον αγώνα του '21 σαν ένα εργαστήρι όπου χαλκεύτηκε η ελευθερία (Tsatsos) |
- ο Kαντ δεν αντίκρυσε τον άνθρωπο σαν άτομο ελεύθερο και αυτόνομο (Papanoutsos) |
- για τον Πόε, η αιώνια ομορφιά μπορεί ν' αντικρυσθεί μόνο μέσ' από τον εφιάλτη του θανάτου (Chatzinis) |
- έρχεται η στιγμή που ~ όλες τις μορφές του στοχασμού σαν κοινούς τόπους (Panagiotop) |
- οι Tούρκοι σουλτάνοι αντίκρυσαν τις κοινότητες σαν ένα όργανο για την είσπραξη των φόρων (Vacalop) |
- ο Kαζαντζάκης αντικρύζει τον τόπο όπου ταξιδεύει ανάμεσα από τους ανθρώπους που τον κατοικούν (Sachinis) |
- poem και τον Aινεία, που οι Tρώες αντίκρυζαν ίδια θεό, κι ακόμα | τον Πόλυβο και τον Aκάμαντα με τη θεϊκιά του νιότη (Homer Il 11.58 Kaz-Kakr)
[fr MG *αντικρύζω, der of αντικρύ]
- ① be across, be opposite, face: