Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίκρουση η [andíkrusi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικρούω: ~ των κατηγοριών / των επιχειρημάτων κάποιου.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίκρου(σις) `εμπόδισμα΄ -ση, αρχ. σημ.: `απότομο κλείσιμο ρητορικού λόγου΄ κατά τη σημ. της λ. αντικρούω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίκρουση [andíkrusi] η, (L)
- ① countering, repelling (a blow etc):
- οι εφημερίδες διατυμπανίζουν όσα νομίζουν πως αποτελούν χτυπήματα ή αντικρούσεις χτυπημάτων κατά των αντιπάλων τους (Christidis)
- ② refutation:
- ~ των αιρέσεων |
- η ~ των απόψεών του |
- η ~ της γνωσιολογίας του ιστορικού υλισμού είναι αχάριστο έργο (Tsatsos) |
- o M. μπήκε στη συστηματική ~ των κατηγοριών εναντίον του (Kanellop) |
- η μελέτη του Παρέτο αποτελεί συντριπτική ~της θεωρίας του Mαρξ (Melas)
- ⓐ rebuttal:
- ~ των επιχειρημάτων της αριστεράς |
- δημιούργησε θόρυβο ο κ. A. Π. με τη μακρά ~ των θέσεων της Nέας Δημοκρατίας |
- η συνηγορία και η ~ έγιναν με υπερβολικό ζήλο και έντονο πάθος (Georgoulis) |
- η ~ του πατέρα του Mαρκορά στο κήρυγμα του Πάπα για την ένωση των εκκλησιών είναι από τα πιο εύγλωττα ντοκουμέντα της εποχής (Melas) |
- η ελληνική αντιπροσωπεία έκανε θαύματα στις αγορεύσεις, στις αντικρούσεις και στις συζητήσεις γύρω σε σχέδια αποφάσεων (Christidis)
- ⓑ law retort, rebuttal, replication (syn ανταπάντηση)
[fr kath αντίκρουσις ← K, AG]
- ① countering, repelling (a blow etc):