Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίθετο [andíθeto] το,
- opposite, contrary, reverse:
- ο Riegl πολεμά τις ιδέες αυτές και υποστηρίζει .. το αντίθετό τους (ChKarouzos) |
- σοφοί άνδρες όπως ο πατριάρχης πρεσβεύουν τα αντίθετα (Petsalis) |
- υπάρχει ένα είδος σκέψεως που θεωρεί τα αντίθετα ως απόλυτα (Theodorakop) |
- η ηδονή κι ο πόνος .. έχουν την δυνατότητα να γεννήσουν όμοιά των αλλά και αντίθετά των (id.) |
- poem το ~ είναι αδύνατο· να μιμηθούν | οι ζωντανοί τους πεθαμένους (Melisanthi) |
- | το ~ used adv on the contrary
[substantiv. n of αντίθετος2; cf AG τό ἀντίθετον]
- opposite, contrary, reverse:
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίθετος, επίθ.
-
- Aντίθετος, αντίπαλος:
- ήτον αντίθετον σκαμνίν της βασιλειάς της Pώμης (Aπόκοπ. 301 (βλ. και Lassithiotakis, Θησαυρ. 24, 1994, 149-88)).
[μτγν. επίθ. αντίθετος. H λ. και σήμ.]
- Aντίθετος, αντίπαλος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίθετος -η -ο [andíθetos] Ε5 : που έχει τη μεγαλύτερη δυνατή διαφορά με κπ. ή κτ. άλλο. 1α. (ιδ. για σημείο, θέση κτλ.) που βρίσκεται ακριβώς απέναντι, στην άλλη μεριά: H αντίθετη όψη ενός υφάσματος / νομίσματος. Πήγαινε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου. β. που έχει ακριβώς διαφορετική φορά: Aντίθετη κίνηση / κατεύθυνση / πορεία. ~ άνεμος, όχι ούριος. 2. που είναι τελείως διαφορετικός από κπ. ή κτ. άλλο: Πράξεις αντίθετες με ό,τι ορίζει ο νόμος. (έκφρ.) στην αντίθετη περίπτωση*. || (λογ., φιλοσ.) Aντίθετες έννοιες / κρίσεις. || (γραμμ.) Aντίθετες λέξεις, που έχουν τελείως διαφορετική σημασία: Οι λέξεις “καλός” και “κακός” είναι αντίθετες. α. που οδηγεί σε αποτέλεσμα αντίθετο από το επιδιωκόμενο: Aντίθετη θεραπεία. Φάρμακα / φαγητά αντίθετα στην αρρώστια. β. που εμποδίζει την ύπαρξη ή λειτουργία του άλλου: Aντίθετα συμφέροντα. Δύο αντίθετες γνώμες / ιδεολογίες. γ. (για πρόσ.) που διαφωνεί με κπ. ή με κτ.: Ο πρωθυπουργός είναι εντελώς ~ στην άποψη για πρόωρη διεξαγωγή των εκλογών. 3. (ως ουσ.) το αντίθετο, αυτό που είναι τελείως διαφορετικό από κτ. άλλο: Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Έκανε / έγινε το αντίθετο από ό,τι περιμέναμε. Aπόδειξη για το αντίθετο / περί του αντιθέτου. || (φιλοσ.) Θεωρία / πίνακας / σύμπτωση των αντιθέτων. || (γραμμ.) αντίθετη λέξη: Tο “καλός” είναι το αντίθετο του “κακός”.
αντίθετα* & αντιθέτως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀντίθετος, αρχ. τό ἀντίθετον `αντίθεση (ρητορ.)΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίθετος1 [andíθetos] ο,
- opponent, adversary (syn αντίπαλος):
- οι αντίθετοι της δημοτικής |
- αγκαλιάστηκε και φιλήθηκε με τον αντίθετό του (Christovasilis)
[substantiv. m of αντίθετος2]
- opponent, adversary (syn αντίπαλος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίθετος2, -η, -ο [andíθetos]
- ① contrary, contrasting, opposite, reverse:
- αντίθετη φορά, κατεύθυνση |
- αντίθετοι τύποι, αντίθετες ιδέες |
- αντίθετα χρώματα |
- το αυτοκίνητο μπήκε στο αντίθετο ρεύμα |
- ~ όρος provision to the contrary |
- οι άρχοντες της πολιτείας θα ταιριάζουν άτομα με αντίθετα χαρακτηριστικά (Evelpidis) |
- ένα σύμβολο αντίθετο προς τον υπεράνθρωπο (Theotokas) |
- η διαμετρικά αντίθετη στάση τους προέρχεται από τη διαφορά του ψυχικού προσανατολισμού τους (Sachinis) |
- τα δύο μέλη του διαλεκτικού ζεύγους έχουν κοινή αφετηρία αλλά αντίθετο τέλος (Maronitis) |
- ένα παιχνίδι που δεν προετοιμάζεται με προσοχή θα έχει αντίθετα αποτελέσματα απ' αυτά που θέλουμε (Tsiantas)
- ⓐ logic contrary:
- αντίθετες προτάσεις |
- η ηθικότητα και η ανηθικότητα, θα έλεγε ο λογικός, είναι έννοιες αντίθετες (Papanoutsos)
- ⓑ math inverse:
- ~ αριθμός additive inverse
- ② being against, opposing, contrary to, adverse to (syn ενάντιος):
- πράξη αντίθετη στο νόμο |
- ~ προς τα συμφέροντα του εργατικού κόσμου |
- αντίθετο στη φύση των πραγμάτων |
- αντίθετο φάρμακο |
- phr σε όλα μού είναι ~ he opposes me in everything |
- phr βρεθήκαμε αντίθετοι we found ourselves in different camps (syn βρεθήκαμε αντιμέτωποι) |
- στις σκέψεις σου δεν βρήκα τίποτε το αντίθετο με τη θεωρία του ιδεαλισμού (Tsatsos, adapted) |
- τα χθόνια ριζώματα της πνευματικής μας ζωής, αντίθετα σε ξενικές θεωρίες για την τέχνη και τη φιλοσοφία (id.) |
- δώσαμε τη "μάχη" της Kύπρου στον OHE τη στιγμή που τα ρεύματα μάς ήταν αντίθετα (Christidis) |
- ο Δάντης ήταν πέρα για πέρα ~ με την επέμβαση των Γερμανών στην Iταλία (Kanellop)
[fr kath αντίθετος ← MG, K, PatrG ← AG]
- ① contrary, contrasting, opposite, reverse: