Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίζυγο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντίζυγο [andíziγo] το,
  • counterweight, balance (syn αντίβαρο 2):
    • η αγάπη του προς τη φύση ήταν το ~ της αγάπης του προς την καλλιτεχνική δημιουργία (Panagiotop) |
    • αρχή και όντα .. είναι το ένα το ~ του άλλου (Theodorakop) |
    • τα αφηρημένα στον πεζό λόγο γίνονται αντίζυγα προς την ποίηση (id.) |
    • ~ της τύρβης των μεγαλοπόλεων (Floros)

[fr kath αντίζυγον ← ByzG (Hesych.) αντίζυγον, substantiv. n of αντίζυγος ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίζυγος, -η, -ο [andíziγos] (L)
  • ① counterbalancing, counterweighing (syn αντίβαρος):
    • αντίζυγες παρουσίες |
    • ο Λένιν και ο Στάλιν, μεγέθη αντίζυγα σε πολλά (Panagiotop) |
    • το πάθος είναι ο ~ όρος του χρέους (Theodorakop)
  • ⓐ contrasting:
    • ο μύθος, ομόζυγος με το λόγο, γίνεται ταυτόχρονα και ~ (Theodorakop)
  • ② equivalent, corresponding (syn αντίστοιχος):
    • αντίζυγο αίσθημα |
    • κανένας λόγος .. δεν έχει αντίζυγή του την Aκρόπολη (Panagiotop) |
    • ο Προφήτης (του Παλαμά) είναι .. αξία αντίζυγη στο Γύφτο (Chourmouzios)

[fr kath αντίζυγος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες