Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίζηλος -η / -ος -ο [andízilos] Ε17 : που ανταγωνίζεται με κπ. άλλο ο οποίος έχει τις ίδιες επιδιώξεις και τον ζηλεύει για τις επιτυχίες του: Aντίζηλα έθνη. || (ως ουσ.) ο αντίζηλος, θηλ. αντίζηλη & αντίζηλος: Δύο άνθρωποι επαγγελματικά αντίζηλοι. || Ερωτικός ~, αντεραστής.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίζηλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίζηλος1 [andízilos] ο, (L)
- adversary, antagonist, competitor, rival (syn αντίπαλος, ανταγωνιστής 1):
- ~ στη ζωγραφική |
- επίφοβοι αντίζηλοι του ελληνισμού (Tzartzanos) |
- όργανο των συντηρητικών αντίζηλών του (Sotirakis) |
- θέλουμε να θριαμβεύσουμε, όχι να ταπεινώσουμε τους αντίζηλους (Papanoutsos) |
- κάποιος ~ της δόξας σου (Valetas)
- ⓐ male rival in love (syn αντεραστής):
- τον μαχαίρωσε κάποιος παλιός αντίζηλος (Sachinis)
[fr kath αντίζηλος ← K, PatrG]
- adversary, antagonist, competitor, rival (syn αντίπαλος, ανταγωνιστής 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίζηλος2 [andízilos] η, (L) = αντίζηλη
- :
- η Pώμη συνέτριψε την τελευταία αντίζηλό της (Roussos) |
- η Δρέσδη, ~ του Mονάχου (Athanasiadis-N)
- ⓐ = αντίζηλη b:
- μια τσούλα πιάστηκε και ξεμαλλιάστηκε με την αντίζηλό της (Melas) |
- η σύγχρονη φιλοσοφία έχει συνεργάτη ή και αντίζηλο τη σύγχρονη επιστήμη (Despotop) |
- η μεγάλη ~ της Aικατερίνης των Mεδίκων, Διάνα ντε Πουατιέ (Kanellop) |
- η γυναίκα κάνει πέρα μιαν αντίζηλο (Tsirkas) |
- έκτισαν τέμενος στην αντίζηλο της Λητώς, την Ήρα (ChZalokostas)
[fr kath αντίζηλος ← K, PatrG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίζηλος3, -η, -ο [andízilos] (L)
- competing, rival (syn αντίπαλος):
- αντίζηλοι πολιτισμοί |
- αντίζηλοι μνηστήρες, αντίζηλες χώρες |
- τη Δοβρουτζά κατέχει ο ~ εχθρός (Papatsonis) |
- διαμάχες με τους αντιζήλους του Tούρκους (Varelas) |
- poem βλέπει αδύνατα τα τόξα | των αντίζηλων εθνών (Solom) |
- τα δώρα ..| .. που εστάλθηκαν από τους δύο τους αδελφούς, | τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς (Kavafis)
[fr kath αντίζηλος ← LK]
- competing, rival (syn αντίπαλος):