Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίδωρο το [andíδoro] Ο41 : 1.μικρό κομμάτι από πρόσφορο, το οποίο ο παπάς μοιράζει στο εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας: Πήρε το ~ και φίλησε το χέρι του παπά. Δεν πήρε ~, γιατί είχε φάει το πρωί. || (με σχήμα υπερβολής): Δεν έβαλα ούτε ~ στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα. 2. (λογοτ.) δώρο που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει: M΄ αρέσει με ~ το δώρο να πληρώνω. (γνωμ.) το δώρο* θέλει ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίδωρον, αρχ. σημ.: `δώρο για ανταμοιβή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίδωρο [andí∂oro] το, (L) (& D αντίδερο)
- ① (L) gift in return (near-syn αντιδωρεά):
- prov το δώρο έχει ~ for every gift another gift is given in return |
- σας προσφέρω και εγώ το ταπεινό μου χάρισμα σαν ~ ευγνωμοσύνης (Myriv) |
- η αγάπη .. είναι ~ που χαρίζεται μόνο σε κείνον που αγαπά (Bastias) |
- poem κι όποιο η καρδιά σου σ' έσπρωξε να μου διαλέξεις δώρο, | .. χάρισέ μου το | ~ παράξιο να σου δώσω (Homer Od 1.318 Kaz-Kakr)
- ⓐ fig reward, recompense (syn αμοιβή, ανταμοιβή):
- στη δεύτερη σταυροφορία πήρε, σαν ~ των αγώνων του, μερικές σταγόνες από το αίμα του Xριστού (Panagiotop) |
- η ικανοποίηση ότι έκαναν το χρέος τους, .. ήταν το μόνο ~ του φόβου που τράβηξαν (Geοrgiou)
- ② eccl blessed bread (distributed in morsels at close of liturgy):
- στην απόλυση της λειτουργίας πλησίασα να πάρω το ~ |
- phr παίρνεις ~απ' το χέρι του he is considered a moral person (used ironically) |
- gnom η ευτυχία είναι σαν το ~ happiness comes in small, infrequent amounts |
- αφού ευλόγησε ο δεσπότης .., άρχισε να μοιράζει το ~ (Xenop, adapted) |
- προσπαθούν να ξεγελάσουν την πείνα τους με το ~ της εκκλησίας (Kolyva) |
- folks. γιατί δεν είναι ριζικό αντίδερο να φάω |
- poem σαν τ' άγιο ~ μπορεί στην κόπρο μέσα ως ρόδο να ευωδιάζει (TBarlas)
- ⓑ fig small piece, morsel (syn μπουκιά):
- λιγοστό σαν το ~ |
- poem αν μου 'φερνες ένα βουνό, θα μπορούσα να το κόψω ..| .. σε κομμάτια, | σε φέτες, σε αντίδωρα (Vrettakos)
[sense 1 fr postmed (Somavera) αντίδωρον 'return gift, reward'; sense 2 fr MG αντίδωρον 'blessed bread' eccl; cpd w. δώρον]
- ① (L) gift in return (near-syn αντιδωρεά):
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίδωρον το· αντίδερον.
-
- (Eκκλ.) αντίδωρο:
- (Aλφ. 1516).
[αρχ. ουσ. αντίδωρον (DGE). H λ. και ο τ. και σήμ. (‑ο)]
- (Eκκλ.) αντίδωρο: