Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίδοτο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίδοτο το [andíδoto] Ο42 : 1.κάθε φάρμακο ή άλλη ουσία που χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση της βλαπτικής ενέργειας ενός δηλητηρίου ή άλλου φαρμάκου: Ένα ~ για το δηλητήριο της οχιάς. Tα αντιβιοτικά είναι ~ στις μολύνσεις. 2. (μτφ.) καθετί που εξουδετερώνει μία δυσάρεστη κατάσταση: ~ στην κούραση είναι η ανάπαυση κι ο ύπνος.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίδοτον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίδοτο [andí∂oto] το,
  • antidote (for a poison) (syn αντιφάρμακο):
    • δραστικό ~ |
    • η αποτελεσματικότητα του αντίδοτου |
    • μελέτησε τα δηλητήρια και τα αντίδοτά τους (Papatsonis, adapted) |
    • ξέρω ότι φάρμακα δεν υπάρχουν· το πολύ να υπάρχει κανένα ~ (Athanasiadis-N, adapted)
  • ⓐ fig remedy, cure, antidote (near-syn γιατρικό, γιατρειά, φάρμακο):
    • ~ στην αύξηση του πληθυσμού |
    • η Aντουανέτα κατάφερε να γίνει το ~ της ανίας του Λουδοβίκου |
    • η ελευθερία είναι το ~ προς τις νοσηρές εξελίξεις που φέρνει η πρόοδος της τεχνικής (Papanoutsos, adapted) |
    • | gnom ο χρόνος είναι μεγάλο ~ κατά του θυμού time is a great remedy for anger, time dispels anger

[fr MG αντίδοτον ← LK ἀντίδοτον, substantiv. n of αντίδοτον (sc φάρμακον)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντίδοτον το.
  • Φάρμακο, γιατρικό:
    • Aντίδοτον προς αναπνοήν ιέρακος (Oρνεοσ. αγρ. 51923).

[ουδ. του μτγν. επιθ. αντίδοτος ως ουσ. H λ. στο Somav. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες