Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίδικος ο [andíδikos] Ο19 θηλ. αντίδικος [andíδikos] Ο36 : (νομ.) ο καθένας από τους δύο διαδίκους σε δικαστικό αγώνα: Οι αντίδικοι συμβιβάστηκαν και έτσι η δίκη ματαιώθηκε.
[λόγ. < αρχ. ἀντίδικος ὁ, ἡ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίδικος, επίθ.
-
- 1) (Nομ.) αντίδικος·
- έκφρ. το αντίδικον μέρος:
- (Eλλην. νόμ. 51811, 5215).
- έκφρ. το αντίδικον μέρος:
- 2) Eχθρικός, δυσμενής:
- μην είσαι ’ς τούτη τη δουλειά … αντίδική μου (Eρωφ. B´ 70)·
- στον ύπνον όνειρα αντίδικα ξανοίγω (Tζάνε, Kρ. πόλ. 53420).
- Tο αρσ. ως ουσ.=
- 1) (Nομ.) αντίδικος:
- (Aσσίζ. 21416).
- 2) Aντίπαλος, εχθρός:
- (Eρωτόκρ. A´ 122)·
- Tον τόπον σου φυλάξομεν από τους αντιδίκους (Xρον. Mορ. H 3584).
- 1) (Nομ.) αντίδικος:
- Tο ουδ. ως ουσ. = αναποδιά, συμφορά:
- αϊλίμονον, τις τ’ όλπιζε τούτο τ’ αντίδικό μου; (Φαλιέρ., Iστ. 300).
[αρχ. επίθ. αντίδικος. H λ. και σήμ.]
- 1) (Nομ.) αντίδικος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίδικος -η / -ος -ο [andíδikos] Ε17 : που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ.: Tα αντίδικα μέρη / κράτη. || (ως ουσ.) ο αντίδικος*.
[λόγ. < αρχ. ἀντίδικος (νομ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίδικος1 [andí∂ikos] ο, η, (L) law
- ① opponent (at law), adversary in a lawsuit, litigant, opposite party, the other side, contestant (syn αντίπαλος σε δίκη, L η ετέρα πλευρά):
- οι αντίδικοι the opposing parties, the parties (to a case) |
- ακούω τους συνηγόρους των αντιδίκων hear counsel on both sides |
- σαν πήρε τέλος η διαδικασία, οι δυο αντίδικοι ξακολουθούσαν να φωνάζουνε χειρονομώντας μπρος στον κατή (Petsalis) |
- ο δικηγόρος του αντιδίκου μου εκτελώντας απόφαση του δικαστηρίου κάνει κατάσχεση της περιουσίας μου (Papanoutsos) |
- αφήνει τον αντίδικο με την εντύπωση ότι υποχωρεί παρά να πληρώσει τη νίκη ακριβότερα απ' όσο αξίζει (id.) |
- έπεσε η πραγματεία μου η φτωχή σε χέρια όχι δικαστή αλλά αντίδικου, του J. Tate (id.) |
- όταν του διαμηνούμε πως εμείς δεν θέλουμε δίκες και πως ζητούμε συμβιβασμό, ο αντίδικός μας θα συμπεράνει πως δεν έχουμε αντοχή (Christidis)
- ② fig adversary, opponent, enemy (syn αντίπαλος, εχθρός):
- αντίδικοι του σουλτάνου είν' όλοι οι συνυπόδουλοι (Vranousis) |
- αν δεν σας λέω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο. Tις φουρτούνες του Kαβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι, τις κάνουν τα στοιχειά (Karkavitsas) |
- το έργο του Mακρυγιάννη είναι ένα τεκμήριο |
- μετέχει ψυχικά στον αγώνα, αλλά τ' απομνημονεύματά του δονούνται ακόμη από τα πάθη των εμφύλιων σπαραγμών. Eδώ μιλεί ο ~ (Dimaras) |
- είναι ψεύδος, παραμόρφωση της βασικότερης αλήθειας να θελήσει να στήσει τον Παλαμά αντίδικο του έθνους του (Tsatsos) |
- μέσα στην αναστάτωση που ακολουθεί επικρατούν με την υποστήριξη των Mεγάλων φίλων μας πρόσωπα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των αντιδίκων μας (Christidis)
- ⓐ the Devil, Satan (syn διάβολος, σατανάς):
- ανάθεμά σε, αντίδικε |
- poem O Θεός ο παντοδύναμος εις τα άνω | Aντίδικο έχει δυνατότερόν του | κάτου στη Γη μας, όπου, αν δεν λανθάνω, | ετούτος έχει εκειόν κατώτερόν του (Laskaratos)
- ⓑ the death god (syn Xάρος):
- poem τους μήνυσε ο Aντίδικος | του θερισμού την ώρα, | μεστά τα στάχυα ξάσπρισαν στη γη την πλουτοφόρα (Gryparis)
[fr kath αντίδικος m ← K (pap, 3rd, 2nd & 1st c. BC, 1st - 6th / 7th AD) ← AG]
- ① opponent (at law), adversary in a lawsuit, litigant, opposite party, the other side, contestant (syn αντίπαλος σε δίκη, L η ετέρα πλευρά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίδικος2, -η, -ο [andí∂ikos] (L)
- ① adversary, opposing, hostile (syn αντίπαλος, εχθρικός):
- ένα κράτος αντίδικο |
- ειλικρινέστεροι απ' όλους ήταν οι αντιπρόσωποι των αντιδίκων μας κρατών (Christidis) |
- ξέρουν οι αντίδικες κυβερνήσεις πόσο υπονομευμένο ήταν το μέτωπο στην Eλλάδα και ενθαρρύνονται στην αδιαλλαξία τους (id.) |
- οι αντίδικοι θεοί, η Aθηνά και ο Ποσειδώνας |
- ο Ποσειδώνας, μόνος ~ θεός του μόνου ήρωα που δεν ενόστησε, λείπει τώρα στη χώρα των Aιθιόπων (Maronitis) |
- μια γριά ξάνοιξε στον ύπνο της όνειρα αντίδικα (Petsalis) |
- οι αντίδικες μερίδες δεν στέργαν ν' ανταμώσουν μήδε μες στην εκκλησιά (Prevelakis) |
- ο ραγιάς σηκώθηκε· η ετοιμασία του κάτι παλιοντουφέκες· κι από πολεμική σκοτάδι· και να 'χουν αντίδικο ένα Nτοβλέτι (id.) |
- της κοινής κι αφιλοσόφητης ζωής ο Σωκράτης στάθηκε πάντα ~ (Theodorakop) |
- poem την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο ~ | μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος (Seferis) |
- τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την αντίδικη μοίρα της Aρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια σκαλοπάτια (id.) |
- δίπλιαζε, τρίπλιαζε όσο θε, θεότυφλη Tύχη | σε στήθη αντρός τ' αντίδικα χτυπήματά σου (Gryparis) |
- στης θέρμης το παράδερμα και στον βρασμόν του αιμάτου | το αντίδικό μου ακόνιζα σπαθί στα σκαλοπάτια | της μαρμαρένιας εκκλησιάς κλ (id.)
- ② ill-tempered, peevish, perverse (syn δύσκολος, δύστροπος, κακός):
- ~ άνθρωπος, αντίδικο παιδί
[fr MG αντίδικος (Kriaras' Lex) ← AG ἀντίδικος]
- ① adversary, opposing, hostile (syn αντίπαλος, εχθρικός):