Παράλληλη αναζήτηση
53 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίδι το [andíδi] Ο44 : ποώδες φυτό που καλλιεργείται και τρώγεται ως λαχανικό: Φύλλο / ρίζα από ~. Πίτα με αντίδια. Aντίδια βραστά / σαλάτα.
αντιδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. αντίδι(ν) < αντίδιον < εντ(ίβιον) κατά το επίθημα -ίδιον και τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-end > tand > t-and] < υποκορ. του ελνστ. ἔντυβος, ἴντυβος < λατ. intubus]
- αντίδι το.
-
- Aντίδι:
- εφόρτωνέ με λάχανα, σέλινα και αντίδια (Γαδ. διήγ. 327).
[<ουσ. ιντύβιν (βλ. ά.). H λ. στο Du Cange (‑ιον) και σήμ.]
- Aντίδι:
- αντίδι [andí∂i] το, bot
- endive, Cichorium endivia (syn πικρομάρουλο, σγουρό ραδίκι):
- φάγαμε αρνί με αντίδια
[fr LMG αντίδιν (Du Cange 156; αντίδια) ← MG ιντύβιον]
- endive, Cichorium endivia (syn πικρομάρουλο, σγουρό ραδίκι):
- αντιδιαβαίνω [andi∂javéno] aor αντιδιάβηκα, 3sg αντιδιάβη (subj αντιδιαβώ)
- ① pass through, pass (syn περνώ):
- είδα την Aσήμω κι αντιδιάβαινε (Eftaliotis) |
- κοίταξε άγρια όλους τους ανθρώπους που αντιδιάβαιναν σαν να ήθελε να τους φάγει με τα μάτια (ChChristovasilis) |
- μια βροντερή αλαλαχή ξέσκισε τ' αφτιά μου .. Mέσα στα μάτια της μητέρας κυλούσε ένα δάσος λόγχες |
- αντιδιαβαίναμε ένα τάγμα στρατιώτες που γύριζαν απ' τα γυμνάσια (Prevelakis) |
- αποκεί .. αντιδιαβήκαν τ' Aγκουσελιανά και κατηφορίσαν για τα Pούστικα (id.) |
- poem κ' ήρθε, τα πλήθη αντιδιαβαίνοντας, στων Kρητικών τ' ασκέρι (Homer Il 4.251 Kaz-Kakr) |
- όμοια και το δικό σου μήνυμα τον πύργο μου αντιδιάβη (Kazantz Od 20.436) |
- .. θα ζώσω τ' άρματά μου | κι αν είναι χίλιοι οχτροί, θ' αντιδιαβώ, κι αν είναι τρεις χιλιάδες | θα στρουφογυριστώ κλ (id. 24.218)
- ② pass again (syn ξαναδιαβαίνω, ξαναπερνώ):
- song διάβαινε κι αντιδιάβαινε για της μηλιάς τα μήλα (Dimitrakos)
[fr K (Josephus) ἀντιδιαβαίνω]
- ① pass through, pass (syn περνώ):
- αντιδιαβητικό [andi∂iavitikó] το, (L) med, pharm
- antidiabetic medication
[fr kath αντιδιαβητικόν, substantiv. n of αντιδιαβητικός]
- αντιδιαβητικός -ή -ό [andiδiavitikós] Ε1 : (ιατρ.) που καταπολεμά το διαβήτη: Aντιδιαβητικά φάρμακα.
[λόγ. < αγγλ. antidiabetic < anti- = αντι- + diabetic = διαβητικός]
- αντιδιαβητικός, -ή, -ό [andi∂iavitikós] (L) med, pharm
- combating or alleviating diabetes, antidiabetic (ant διαβητικός):
- ~ αγώνας |
- αντιδιαβητική δίαιτα, ~ άρτος, αντιδιαβητικά φάρμακα, αντιδιαβητικά καταπότια
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδιαβητικός, cpd w. kath διαβητικός]
- combating or alleviating diabetes, antidiabetic (ant διαβητικός):
- αντιδιαβρωτικό [andi∂iavrotikó] το, (L)
- corrosion preventive, anticorrosive
[fr kath αντιδιαβρωτικόν, substantiv. n of kath αντιδιαβρωτικός]
- αντιδιαβρωτικός -ή -ό [andiδiavrotikós] Ε1 : που δρα εναντίον της διάβρωσης.
[λόγ. αντι- + διαβρωτικός]
- αντιδιαβρωτικός, -ή, -ό [andi∂iavrotikós] (L)
- anti-rust, anticorrosive:
- ~ χάλυβας corrosion resisting steel |
- αντιδιαβρωτικό χρώμα anticorrosive paint
[fr kath, cpd w. διαβρωτικός]
- anti-rust, anticorrosive: