Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντίγραφο το [andíγrafo] Ο42 : το προϊόν της αντιγραφής. 1. το γραπτό κείμενο που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του πρωτοτύπου: ~ επιστολής / συμβολαίου / λογαριασμού / εγγράφου. Kράτησε το πρωτότυπο αλλά δώσε μου ένα ~. Πιστό / ακριβές ~. Ένα ~ εις διπλούν. ~ με καρμπόν / φωτοτυπία. Δακτυλογραφημένο ~. Έχω / κρατώ ~. 2α. (για έργο τέχνης) η απομίμηση του πρωτότυπου έργου: Πολλά αρχαία ελληνικά αγάλματα σώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Πούλησε ένα ~ για γνήσιο. β. (μτφ., ως κτγ.) για πρόσωπο που μοιάζει πολύ στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή στα εσωτερικά γνωρίσματα με κπ. άλλο: Είναι (πιστό) ~ του πατέρα του.
[λόγ. < αρχ. ἀντίγραφον `επίσημο αντίγραφο΄ σημδ. γαλλ. copie]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίγραφο [andíγrafo] το,
- ① copy, transcript (syn κόπια, ant πρωτόγραφο, πρωτότυπο):
- το έγγραφο να γίνει σε τρία αντίγραφα |
- δακτυλογραφημένο ~ typed transcript |
- ακριβές, πιστό, αλάνθαστο, επικυρωμένο, καθαρό ~ |
- ~ σε διπλούν |
- κάνει αντίγραφα στο δικαστήριο, στο συμβολαιογραφείο |
- δικηγορικά αντίγραφα |
- ~ επιταγής, λογαριασμού, συναλλαγματικής
- ② tracing:
- ~ σε διαφανές χαρτί
- ③ art a duplicate of a picture or statue, reproduction, copy, replica (near-syn αναπαραγωγή):
- ~ έργου τέχνης |
- το μέγα μαρμάρινο ~ του Δαβίδ του Mιχαήλ Άγγελου στη Φλωρεντία (Kanellop) |
- η κεφαλή του αντιγράφου δεν είναι άσχετη με τον τύπο της κεφαλής της Nέμεσης (Despinis) |
- ~ ζωγραφικής που κανείς δε θα μπορούσε να πει πως δεν είναι αυθεντικό (Nirvanas, adapted) |
- όταν σαρωθούν τα πρωτότυπα έργα, ποια χάρη μπορούν να διατηρούν τα αντίγραφά τους; (Palaiologos)
- ④ fig living image, carbon copy (syn αντιγραφή 5):
- η κοπέλα είναι πιστό ~ της μητέρας της
[fr MG, PatrG ἀντίγραφον ← K, AG]
- ① copy, transcript (syn κόπια, ant πρωτόγραφο, πρωτότυπο):
[Λεξικό Κριαρά]
- αντίγραφον το.
-
- Γραπτή απάντηση:
- δέχεται γραφήν και αντίγραφον να πέμπει (Λίβ. Sc. 320).
[αρχ. ουσ. αντίγραφον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Γραπτή απάντηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιγραφόσημο [andiγrafósimo] το, (L)
- revenue stamp affixed on a copy
[fr kath αντιγραφόσημον, cpd w. -σημον; cf χαρτόσημο]