Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντί
1.654 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντί [andí] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από [a] (βλ. σημ. II)· (βλ. και αντι-) : χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει αντικατάσταση, αντίθεση προς αυτό που φυσιολογικά περιμένει κανείς και σύγκριση (εισάγει β' όρο σύγκρισης)· συντάσσεται: I1. με πρόταση που εισάγεται με το να, δηλώνει: α. αντικατάσταση: Διάβασε κάτι ~ να κάθεσαι έτσι. ~ να διαβάζει, παίζει. β. αντίθεση. ΠAΡ ~ να βογκάει το γαϊδούρι βογκάει το σαμάρι, όταν παραπονιέται κάποιος για κτ. που έχει υποστεί κάποιος άλλος. γ. σύγκριση: Kαλύτερα να φύγω ~ να περιμένω. 2. συχνά ~ / ~ για, με αιτιατική: Tου έδωσαν πέντε χιλιάδες ~ δέκα. Πήγαινε εσύ ~ γι΄ αυτόν. ~ για τον πρωθυπουργό μίλησε ένας υπουργός. Είχανε ζημιά ~ (για) κέρδος. || σε ελλειπτικό λόγο: ~ με / σε / από: Γράφει με πένα ~ με στιλό, αντί να γράφει με στιλό. Tο έδωσε σ΄ αυτόν ~ σ΄ εμένα, αντί να το δώσει σ΄ εμένα. Στρίψε από εκεί ~ από δω, αντί να στρίψεις από δω. Πάρε από εκείνον ~ από μένα, αντί να πάρεις από μένα. 3. σπάνια με ονομαστική, όταν το εμπρόθετο αναφέρεται στο υποκείμενο του ρήματος που παραλείπεται: ~ ο Πέτρος, ας πάει ο Γιώργος, αντικατάσταση. ~ κατήγορος κατάντησε κατηγορούμενος, μετάπτωση ή μεταβολή· από. ~ πλούσιος κι άτιμος κάλλιο φτωχός και τίμιος, σύγκριση. II. σπάνια με γενική σε στερεότυπες ΦΡ και εκφράσεις άλλα αντ΄ άλλων*. ~ του μάννα* χολή. οφθαλμόν* ~ οφθαλμού (και οδόντα ~ οδόντος). αντ΄ αυτού*. ~ πινακίου φακής*.

[αρχ. ἀντί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντί το [andí] Ο43 : ξύλινο κυλινδρικό εξάρτημα του παραδοσιακού αργαλειού, στο οποίο τυλίγεται το στημόνι ή το ύφασμα: Tο μπρος / πίσω ~, σε οριζόντιο αργαλειό. Tο πάνω / κάτω ~, σε κατακόρυφο αργαλειό.

[αρχ. ἀντίον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού ]

[Λεξικό Κριαρά]
αντί, πρόθ.· άντις· αντίς· άντιτα· αντιτά· σάντες· σαντίς.
  • 1) Aντί (για να δηλωθεί αντικατάσταση, ανταλλαγή, ανταπόδοση):
    • ζητά δύο αντίς του ενού (Aσσίζ. 42314
    • αντίς για δάκρυα αίματα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55023
    • αντίς χαρά … επήρα πρίκα (Πανώρ. Δ´ 246
    • κακό αντιτά καλό (Πεντ. Γέν. XLIV 4
    • (ενίοτε με προηγ. το ως):
      • την πατρίδα την εμήν αφήνω σε ως αντίς μου (Λίβ. Esc. 716).
  • 2) (Eνίοτε με προσωπ. ή άλλη αντων.) εξαιτίας κάπ.:
    • αντίς μου αναστενάζουν (Λίβ. Sc. 2634).
  • 3) (Eνίοτε με προσωπ. αντων.) για χάρη (μου), για λογαριασμό (μου):
    • (Eρωφ. Δ´ 421).
  • 4) (Mε το ος) για το λόγο ότι …, επειδή:
    • αντιτά ος έκαμες το πράμα ετούτο …, ότι ευλογημό να σ’ ευλογήσω (Πεντ. Γέν. XXII 16).
  • 5) Eνώ (με κάπ. αντίθεση):
    • (Πεντ. Δευτ. XXVIII 62).
  • Φρ.
  • 1) Έχω κάπ. άντιτα του κορμιού μου = αγαπώ κάπ. όπως τον εαυτό μου:
    • (Xρον. Tόκκων 3187).
  • 2) Κάθομαι αντιτά κάπ. = αντικαθιστώ κάπ., μπαίνω στη θέση άλλου:
    • (Πεντ. Δευτ. II 21).

[αρχ. πρόθ. αντί. Oι τ. άντις και αντίς και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντί πινακίου φακής s. πινάκιο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντι- [andi] & αντί- [andí], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & αντ- [and] ή ανθ- 2 [anθ], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : πρόθημα το οποίο δηλώνει: 1α. αντίθεση ή άρνηση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ανθυγιεινός, αντιδογματικός, αντιοικονομικός, αντιπαιδαγωγικός, αντιφιλελεύθερος· αντιφεμινισμός· αντιλέγω, αντιφρονώ. || (επέκτ.) εναντίωση: αντιαμερικανικός, αντικομμουνιστικός· αντίχριστος, αντισημίτης. β. (νεολ.) απουσία των καθιερωμένων χαρακτηριστικών της πρωτότυπης λέξης: αντιβεντέτα, αντιήρωας, αντιμυθιστόρημα, αντιστάρ. 2α. ενέργεια που γίνεται ως αντίδραση, απάντηση σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντιαπεργία, αντιδιαδήλωση, αντιπροσφορά, αντιπρόταση, αντισχόλιο· ανταπαντώ, αντιπροτείνω. β. αμοιβαιότητα ή ανταπόδοση: αντεκδίκηση, αντιπαροχή, αντιχάρισμα· αντεκδικούμαι, αντευεργετώ. || αντιστοιχία, ομοιότητα: αντίστοιχος· αντιστοιχώ. || σύγκριση: αντιδιαστολή, αντιπαραβολή· αντιπαραβάλλω, αντιδιαστέλλω. || εξισορρόπηση: αντίβαρο, αντιζύγι, αντιστάθμισμα· αντιβαστώ. 3. ότι το προσδιοριζόμενο καταπολεμά ή θεραπεύει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντιαλλεργικός, αντιπυρετικός, αντιραχιτικός, αντιρευματικός, αντιρυπαντικός, αντιρυτιδικός. || ουσία που εξουδετερώνει ή είναι αντίθετη σε μια άλλη: αντίδοτο, αντίσωμα, αντιτοξίνη. || για στρατιωτικό σώμα ή μέσο που καταστρέφει τις δυνάμεις ή τα μέσα του εχθρού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντιαεροπορία· αντιαεροπορικός· αντιτορπιλικό. 4. αντικατάσταση: α. το πρόσωπο που ιεραρχικά βρίσκεται αμέσως ύστερα από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη και το οποίο αναπληρώνει ή αντικαθιστά: ανθυποπλοίαρχος, ανθυπολοχαγός, αντιπρύτανης, αντιπρόεδρος, αντιστράτηγος. || (σε αφηρημένα ουσιαστικά) άσκηση της αντίστοιχης εξουσίας: αντιβασιλεία. β. αυτό που χρησιμοποιείται στη θέση αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντικλείδι, αντίδωρο. 5. χρόνο· αυτό που προηγείται χρονικά από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντιπροπάππους· αντίπροχτες· αντιπροχτεσινός. || αυτό που χρονικά ακολουθεί ύστερα από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντιμεθαύριο, αντίπασχα. 6. τόπο· αυτό που σχηματίζεται ή βρίσκεται απέναντι από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντικατοπτρισμός, αντισελήνη· αντικαθρεφτίζω· αντίπερα· σε τοπωνύμια: Aντικύθηρα, Aντίπαξοι. || γι΄ αυτό που βρίσκεται μπροστά από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αντιπροθάλαμος. 7. επίταση: αντίθαμα.

[4β, 5-7: μσν. αντ(ι)- < αρχ. ἀντ(ι)- < πρόθ. ἀντί ως α' συνθ.: αρχ. ἀντί-δικος, ἀντ-αρκτικός, ελνστ. ἀντί-δοτον, μσν. αντί-προικο `αντιπροίκι΄, αντί-περα (< αρχ. ἀντι-πέραν), αντι-πλουτίζω `ανταμείβω με υλικά αγαθά΄, αντί-δωρον· 1-3, 4α: λόγ. < αρχ. ἀντ(ι)-: αρχ. ἀντι-στράτηγος (δες λ.), ελνστ. ἀντι-βασιλεύς & διεθ. anti- < αρχ. ἀντι-: αντ-εθνικός < γαλλ. antina tional, αντι-αλλεργικός < αγγλ. antiallergic & μτφρδ.: αντι-μεταρρύθμιση < γερμ. Gegenreformation, αντ-επανάσταση < γαλλ. contrerévolution, αντι-κίνητρο < αγγλ. counterincen tive· λόγ. < αρχ. ἀνθ- < ἀντ(ι)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. ἀνθ-ί σταμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντί-3 [andí] pref of cpd adjs, nouns & advs (L)
  • ① sth being in place of sth else, substitute for:
    • αντικλείδι skeleton-key
  • ⓐ deputy, lieutenant, vice-:
    • αντιναύαρχος vice-admiral, αντιστράτηγος lieutenant general, αντισυνταγματάρχης lieutenant colonel, αντιπρόεδρος vice-president, deputy premier, αντιπρύτανις vice-president (of schools of higher education), αντικαγκελλάριος vice-chancellor etc
  • ⓑ w. adv of time, by one unit before or after:
    • αντιπροχτές 3 days ago, αντιμεθαύριο 3 days hence, τ' αντίχρονου 2 years fr now, αντιπροπέρυσι 3 years ago, αντίπασχα Sunday after Easter
  • ⓒ in return, in response:
    • αντίχαρη a favor returned (i.e. a favor in return for a favor)
  • ⓓ counterpart:
    • αντιπάπας counterpart of the Pope (such as the patriarch of Constantinople)
  • ② in cpd geogr names, i.e. 'little (island)' (originally 'situated opposite or close') (syn suff -πούλα):
    • Aντικύθηρα (Kύθηρα), Aντίμηλος (Mήλος), Aντίπαξος (Παξός, Παξοί), Aντίπαρος (Πάρος), Aντίψαρα (Ψαρά) etc; cf syn Θασοπούλα (Θάσος) Mακροπούλα (Mάκρη), Σαμοπούλα (Σάμος), Σπετσοπούλα (Σπέτσα) etc
  • ③ w. nouns, adjs & advs opposed to, being against, counter-, anti-, non-:
    • αντιαισθητικός antiesthetic, αντικονφορμιστής, αντιαναπτυξιακός, αντικοραϊκός (κοραϊκός |
    • Kοραής), αντιάνθρωπος contre-homme, αντικυβερνητικός, αντιανταρτικός (ανταρτικός |
    • αντάρτης) antiguerrilla, αντιδημοκρατικός, αντιιμπεριαλιστικός, αντιαυταρχικός, αντιναζής, αντιβαγνερικός, αντιμαρξιστικός (μαρξιστικός), αντιβρετανικός, αντινατουραλιστικός, αντιβυρωνικός (βυρωνικός), αντινοησιαρχικός, αντιδημαγωγικός, αντιοθωνικός (οθωνικός |
    • Όθων), αντικαποδιστριακός, αντιοθωνιστής, αντικλασικός (αντικλασσικός), αντιπαιδαγωγικός, αντιπαλαμικός (παλαμικός |
    • Παλαμάς), αντισπαρτιατικός, αντιπαλαμισμός, αντισυνδικαλιστικός, αντιπρωσικός (πρωσικός |
    • Πρώσος), αντιτρομοκρατικός, αντιρομαντικός (ρομαντικός), αντιφασιστικός, αντισημιτικός, αντιφεμινιστικός, αντισοβιετικός, αντιχιτλερικός, αντισολωμικός (σολωμικός), αντιχριστιανικός, αντισολωμισμός, αντιψυχαρικός, αντισοσιαλιστικός etc.
  • ⓔ sth counteracting:
    • αντιστρατήγημα counter-stratagem, αντιτέχνασμα counter-trick, αντιτρομοκρατία counter-terrorism
  • ⓕ checking or preventing, inhibiting, antidote for, sth:
    • αντιαρθριτικός, αντιγριπικός anti-influenza (αντιγριπικό εμβόλιο), αντιδιαβρωτικό corrosion inhibitor, αντιεμετικό antemetic, remedy to control vomiting, αντιπυρετικό φάρμακο antipyretic etc

[fr MG αντι- ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντί1 [andí] prep (rare colloq & lit αντίς)
  • ① in place of, instead of
  • ⓐ w. acc:
    • αντίς αυτό |
    • ρόδο ~ γιασεμί |
    • ~ γάλα πίνει κρασί |
    • ~ άλλα δώρα βγαίνουν στίχοι |
    • ~ την Kυριακή έλα την Tρίτη |
    • αντίς ποίηση μουσική |
    • άλλα όργανα αντίς τα λαϊκά |
    • αντίς άρματα βιβλία (Psichari) |
    • αντίς δέντρο και σύννεφο και γυναίκα έχομε ένα πίνακα που περιέχει χρωματικές και σχηματικές αναλογίες (Tsatsos) |
    • poem τα αναβάλαμε | κι αντίς την πράξη, νοσταλγούσαμε τα ξινά βατόμουρα (Papatsonis) |
    • κ' είχαν, λες, πιει αντίς μεταλαβία απ' τ' άλικο άνθι | της ροδιάς αποσταγμένο τ' άγιο σώμα κ' αίμα (Plakotari)
  • ⓑ ~ (αντίς) για + acc:
    • ~ για μένα, σένα, το ζωγράφο |
    • ~ γι' αυτό |
    • ~ για κρέας τρώει χόρτα |
    • βγαίνει βουλευτής ~ για κείνον (Petsalis) |
    • επαινούν την αδικία ~ για τη δικαιοσύνη (Kakridis) |
    • αντίς για βοτάνισμα τον ρίχνανε κάμποσους μήνες να καθαρίζει (Bastias) |
    • θα διαφημίζονταν τα ελληνικά κρασιά ~ για τα ξένα (PSolomos) |
    • δόρυ ~ για θύρσο κρατάει ο Διόνυσος σε παραστάσεις Γιγαντομαχίας (Karouzou) |
    • poem νά 'λθει αντίς για τον εχθρό (Solom) |
    • πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά (id.) |
    • μ' ~ για τούτον, τον Aσκάλαφο, του Άρη το γιο, καρφώνει (Homer Il 13.518 Kaz-Kakr)
  • ⓒ ~w. noun nom or prep phr in shortened phrases:
    • ~ βοηθός μου εμπόδιο γίνεσαι you become an impediment instead of being my assistant (Rotas) |
    • είχαν διαλέξει για εποχή αγώνων το καλοκαίρι ~ από την άνοιξη ή από το φθινόπωρο (Ouranis)
  • ② ~ w. gen(L) in the place of, instead of (syn στη θέση του ..):
    • ήρθα ~ του αδερφού μου I came in place of my brother |
    • ~ επιβλητικού μνημείου έχει στηθεί μια προτομή |
    • ~ μετατροπής του αισθητού σε νοητό instead of transformation of the perceptible into intelligible |
    • ~ θρησκείας θαύμα υψηλό a lofty miracle instead of religion |
    • η δυτική επαφή .. δίνει ~ της πρωτότυπης δημιουργίας μια μίμηση the contact w. the West produces an imitation instead of the original creation
  • ⓓ instead of, as (denoting equivalence):
    • ~ εισαγωγής by way of introduction |
    • ~ εικονογραφήσεως in place of illustration, as an illustration
  • ⓔ at the price of, in return for, for:
    • ~ πληρωμής by way of payment, for pay (syn για πληρωμή) |
    • ~ αμοιβής as compensation (syn για αμοιβή) |
    • ~ πινακίου φακής for a mess of pottage, for too little, for a trifling return (syn phr για ελάχιστο αντίκρυσμα; cf LXX, Gen. 25 |
    • ~ πάσης θυσίας cost what it may, at any cost |
    • εξέδιδε γυναίκες ~ σοβαρού χρηματικού ποσού
  • ③ ~ (αντίς) να + verb (subj) instead of -ing:
    • κάθεσαι ~ να δουλεύεις |
    • κλαίει ~ να τραγουδάει |
    • ~ να χιονίσει έριξε χαλάζι |
    • αντίς να λύσουνε τις απορίες τους τα μπερδέψανε (Bastias) |
    • prov ~ να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι |
    • poem αλλ' ~ να μου φέρει βοήθεια, με συντρίβει (Solom) |
    • αντίς να πάμε ομπρός πάμε πισώκωλα (Mavilis)

[fr MG αντί (and αντίς) ← K, AG ἀντί]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντί2 [andí] adv (& αντίς) lit
  • instead:
    • αντίς αυτός σώπασε (Plaskovitis) |
    • δε βρήκε κρασί πουθενά κι αντίς τον ξέπλυνε με ξίδι (Petimezas-L)

[cf αντί1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντί4 [andí] το,
  • beam (of the loom):
    • τ' ~ του αργαλειού |
    • μπροστινό ~ cloth beam (syn μπροστάντι) |
    • πισινό ~ warp beam (syn πισάντι) |
    • γιατί, πατέρα, κελαϊδούνε τα πουλιά; -για το ~ του αργαλειού που έχει δυο τρούπες (Xenop) |
    • folks. η βούβα σου να τσακιστεί | τ' ~ σου να ραΐσει (Rhodes; DPetrop) |
    • poem μείνε κι άσε καλύτερα το χτένι να σωπάσει, | τ' ~ και το στημόνι ν' αραχνιάσουνε (VTheodorou)

[fr MG αντίν (also Pontic, Cypr) ← K (Pollux, Hesych., Eustathius) ἀντίον ← AG ἀντίον, substantiv. n of ἀντίος (sc κανών)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιαγροτικός -ή -ό [andiaγrotikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς τους αγρότες και ιδιαίτερα προς τα συμφέροντά τους. ANT φιλοαγροτικός: Aντιαγροτική πολιτική / νομοθεσία. αντιαγροτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + αγροτικός κατά το αντεργατικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...166   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες