Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντέφεση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντέφεση η [andéfesi] Ο33 : (νομ.) ένδικο μέσο κατά το οποίο αυτός που κέρδισε τη δίκη μπορεί να προσβάλει την έφεση που έκανε ο αντίδικος.

[λόγ. αντ(ι)- + έφε(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντέφεση [andéfesi] η, (& kath αντέφεσις) gen αντέφεσης (& αντεφέσεως) (L) law
  • cross appeal

[fr kath (neol Koumanoudis) αντέφεσις, this cpd w. MG έφεσις ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες