Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντέρεισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντέρεισμα το [andérizma] Ο49 : αντιστήριγμα: ~ τοίχου.

[λόγ. < ελνστ. ἀντέρεισμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντέρεισμα [andérizma] το, (L)
  • ① buttress, prop (syn in αντηρίδα 1):
    • βλέπεις ένα τείχος με τ' αντερείσματά του, σκυθρωπό κι αφιλόξενο (Tsirkas) |
    • τοξοειδή αντερείσματα flying buttresses |
    • οι τοίχοι χτίστηκαν σαν αισθητικόν ~ της μεγάλης μαρμάρινης σκάλας (Miliadis, adapted)
  • ② spur, shoulder (of a mountain):
    • τ' αντερείσματα του βουνού |
    • πέταξε προς τα χαμηλά αντερείσματα της Tρεμπετσίνας (LAkritas) |
    • τις πρώτες ώρες της νύχτας πάρθηκαν τ' αντερείσματα της Zερβάσκας (Terzakis) |
    • η ανάβαση στο ~ της Aντινίτσας |
    • αρχίζει η ανάβαση με στροφές πάνω στα αντερείσματα του Παγγαίου (Varelas) |
    • οι δικοί μας κρατάνε ακλόνητοι τ' αντερείσματα (ADoxas) |
    • χαρακώματα σκαμμένα βαθιά σ' ένα ~ κοντά στους Nεγρέδες (TAthanasiadis)
  • ③ fig prop, support:
    • το εξωτερικό ~ της ποίησής του, η ελληνικότητα, παραμένει σαν ξένο σώμα στην εσωτερική σύσταση της ποίησής του (Spandonidis) |
    • poem σεις που στήσατε το αντίσκηνό σας στ' αντερείσματα του ήλιου (Manettas)

[fr kath αντέρεισμα ← K (Hesych. s. στῆλαι), PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες