Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντένα
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντένα η [anténa] Ο25 : 1.η κεραία του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του ασύρματου, του ραντάρ. 2. (ναυτ.) γενική ονομασία των οριζόντιων ξύλων από τα οποία κρέμονται τα πανιά ενός ιστιοφόρου πλοίου: ~ της μαΐστρας / του πλωριού παπαφίγκου.

[2: μσν. αντένα < ιταλ. antenna· 1: γαλλ. antenn(e) ]

[Λεξικό Κριαρά]
αντένα η.
  • Kεραία του ιστού πλοίου· το επίκριο:
    • κάτεργ’, αντένες καρφωτές απ’ άνωθεν ως κάτω (Aχέλ. 614).

[<ιταλ. antenna. H λ. στο Bλάχ. (ννα) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντένα [andéna] η, (sp. also αντέννα)
:
  • ρεσπέτη ~ spare yard |
  • ~ της μαΐστρας mainsail yard, main yard (syn kath κεραία της μεγίστης) |
  • ~ του τρέγου lower yard |
  • ~ του τουρκέτου fore yard (syn kath κεραία του ακατίου) |
  • η ~ στερεωνόταν πάνω στο άλμπουρο |
  • δένω στην ~ to bend a sail |
  • τ' άλμπουρα και οι αντένες σπάζανε σαν ο αέρας φορτσάριζε απότομα ή τρώγονταν σιγά σιγά απ' τις τριβές (Tzamtzis) |
  • οι πάνω αντένες (τα πινά) μπορούσαν να κατέβουν και να καθίσουν στις κάτω χωρίς εμπόδιο (id.) |
  • folks. ν' ανεβαίνει στην ~, | να 'ν' ο νους του μετά μένα (DPetrop) |
  • poem λαούτα παίζουν και βιολιά, σκοινιά κι αντένες | και μες στους κόκκινους αφρούς οι Mανταλένες (Malakasis) |
  • απ' τον κόρφο της πατρίδας κι απ' τις πιο ψηλές αντένες | άυλα κύματα σκορπιούνται στους ελληνικούς αιθέρες (Athanas)
  • ① windmill yard:
    • ο Γλάρος άνοιξε ένα πηγάδι κι απάνω του στερέωσε τις αντένες ενός ανεμόμυλου (Venezis)
  • ② telecommunication, radio, tv aerial, antenna (syn L κεραία):
    • υψηλή ~ roof antenna (syn κεραία στέγης) |
    • βλέπεις αντένες και φουγάρα στην κορυφή των κτιρίων |
    • ~ εκπομπής τηλεοράσεως television transmitting aerial |
    • καθένας ακούει ό,τι μπορούν να πιάσουν οι αντένες του (Thrylos)
  • ③ entom. antenna, feeler:
    • μερμήγκια ψάχνουνται με τις αντένες τους (Kazantz)
  • ④ fig feeler, receptive capability:
    • όποιοι δεν έχουν αντένες για να συλλάβουν τέτοια ρεύματα ακούν μόνο την τυμπανοκρουσία ενός λόγου με ένα περιεχόμενο γι' αυτούς ασύλληπτο (Tsatsos)

[fr αντένα (16th c.) ← MG (Kriaras' Lex) ← Ven antena, It antenna; the Gr pronunciation andὐna reappears in the Turk form andὐna]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντενάγια φορτώσεως [andenáya fortóseos] τα, (L)
  • spars.
[Λεξικό Κριαρά]
αντενάλιν το· αντενάλε.
  • Tο λώμα (γραντί) που βρίσκεται στο επάνω μέρος του ιστίου, η επάνω πλευρά του ιστίου που είναι προσδεδεμένη στην κεραία:
    • (Kαραβ. 49519).

[<ιταλ. antennale]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεναντίωση [andenandíosi] η, (& kath αντεναντίωσις) (L)
  • figure of speech, a positive statement couched in a negative form (not unlike litotes)

[fr kath αντεναντίωσις ← LK (2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες