Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντέκταση η [andéktasi] Ο33 : (γραμμ.) η μεταβολή βραχύχρονου φωνήεντος σε μακρόχρονο επειδή αποβάλλεται ένα επόμενο ημίφωνο· αναπληρωματική έκταση: Tο φαινόμενο της αντέκτασης στην αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα.
[λόγ. αντ(ι)- + ελνστ. ἔκτα(σις) `μάκρεμα βραχείας συλλαβής΄ -ση μτφρδ. γερμ. Εrsatzdehnung]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντέκταση [andéktasi] η, (L) gramm (phonol)
- compensatory lengthening of short vowels (syn αναπληρωματική έκταση)
[fr kath αντέκτασις (neol), cpd w. έκτασις; cf, however, αντέκτασις (Greg.Naz., Hesych.)]