Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντάτζιο [andádzio] επίρρ. : (μουσ.) αργά.
[λόγ. < ιταλ. adagio (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάτζιο1 [adádzio] το, indecl (& αντάτζια) mus
- adagio, movement or piece in adagio tempo (syn βραδύ μέλος, βραδύς ρυθμός):
- οι γρύλοι άρχισαν ένα γλυκερό ~ (TAthanasiadis) |
- με πρελούντια και με φινάλε, με σκέρτσα, με αλλέγρα, με αντάτζια κλ (Palam)
[fr It adagio]
- adagio, movement or piece in adagio tempo (syn βραδύ μέλος, βραδύς ρυθμός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάτζιο2 [adádzio] adv, mus
- slowly and gracefully, adagio (syn αργά)
[fr It adagio]