Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάρτισσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντάρτισσα1 [andártisa] η,
  • rebel woman, female guerrilla fighter (syn επαναστάτρια, στασιάστρια):
    • ~ των πόλεων urban querrilla |
    • η Παλαιστίνια ~ |
    • στεκόταν πελώρια .. με το βλέμμα μακριά σα να μην υπήρχα μπροστά της, τεράστια αφίσα αντάρτισσας κ' ένα χαμόγελο σιγουριάς στην άκρη απ' τα χείλη (Chakkas) |
    • να τα μάτια της Eλίζας Kαρότση της αντάρτισσας (Xenop) |
    • μια όμορφη κοπέλα και μ' ένα ύφος αντρίκειο, ώστε η νεολαία του τόπου την έλεγε ~ (id.) |
    • πήγαινα κ' ερχόμουνα σα να 'θελα να βρω εδώ τη σπιθαμούλα γης όπου πρωτοπάτησε το γυμνό της ποδάρι και χόρεψε η ~ O-Kούνι (Kazantz)

[der of αντάρτης w. suff -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάρτισσα2 s. αντάρτης2.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες