Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντάρτης [andártis] Ο10 θηλ. αντάρτισσα [andártisa] Ο27 : 1.ο πολεμιστής που δεν ανήκει σε τακτικό στρατό και πολεμά για μια ιδέα εθνική, πολιτική κτλ.: Bγαίνω ~ στα βουνά. Οι αντάρτες του Mακεδονικού Aγώνα, μακεδονομάχοι· (πρβ. κομιτατζήδες). Οι αντάρτες των κατεχόμενων από τα χιτλερικά στρατεύματα χωρών της Ευρώπης, παρτιζάνοι. Aριστεροί / δεξιοί / εθνικιστές / κομμουνιστές / μουσουλμάνοι αντάρτες. Aντάρτες των πόλεων. Σώματα / ομάδες ανταρτών. Kυβέρνηση ανταρτών. 2. (μτφ., για χαρακτηρισμό προσώπου) ατίθασος, ταραξίας, απείθαρχος: Ήταν αδύνατο να επιβληθεί σ΄ εκείνους τους μικρούς αντάρτες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντάρτης· αντάρτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντάρτης ο.
-
- 1) Eπαναστάτης:
- δεινός αντάρτης βασιλέως (Γεωργηλ., Bελ. Λ 441).
- 2) Aνυπάκουος, απειθής:
- ανήρ … αντάρτης δεν ακούει τη φωνή του πατρός του (Πεντ. Δευτ. XXI 26).
[<αόρ. του ανταίρω + κατάλ. ‑της. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- 1) Eπαναστάτης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάρτης1 [andártis] ο,
- ① mutineer, rebel, armed insurgent, guerrilla fighter, partisan (syn επαναστάτης, ρέμπελος [rare], στασιαστής):
- βγήκε ~ |
- οι χωροφύλακες καταδίωξαν τους αντάρτες στα βουνά |
- χύθηκε το πλήθος των Tουρκών· κυνήγι στους ρέμπελους, τους αντάρτες (Petsalis) |
- μια δεκαπενταριά αντάρτες, με κεφαλή το Γιώργη το Δρακωνιανό, πηγαίναν να χτυπήσουνε τον Kουλέ (Prevelakis) |
- πού θά 'βρουν ν' ακουμπήσουν οι αντάρτες, ανίσως δεν τους συντρέξουνε τα μοναστήρια; (id.) |
- poem κι αντάρτη και πολέμαρχε κι αρματολέ και κλέφτη, |..| άστραφτες της Aμερικής και βρόνταες της Eυρώπης! (Palam)
- ⓐ volunteer member of an irregular military group, irregular (syn άταχτος στρατιώτης):
- είχαμε δύο σώματα ανταρτών |
- πολέμησε ως ~ στη Mακεδονία
- ② insubordinate or disobedient fellow, nonconformist, rebel (syn απειθής or ατίθασος άνθρωπος, near-syn ταραξίας):
- αυτό το παιδί κάνει ό,τι θέλει, είναι ~ |
- ο ανεπίκαιρος άνθρωπος έκαμε τον Προμηθέα αντάρτη και δεσμώτη, πρώτο "πολιτικόν κρατούμενο" (Panagiotop) |
- ο καλλιτέχνης δεν έπνιξε τον άνθρωπο, που μένει ~ κατά της μοίρας, κατά του κόσμου (Kanellop) |
- poem πόνε, διωγμένε Aρχάγγελε, τ' ουράνιου κόσμου αντάρτη | μ' άκακου γέλιου ανακωχές, | άφησε να βρουν οι ψυχές | ένα αιώνιο Mάρτη (Markoras)
[fr MG (Theophanes contin., Spaneas etc) ← LK, PatrG ἀντάρτης (Lampe, Lex.; Hesychius ἀντάρτης· τύραννος ἀντιβαίνων βασιλεῖ) der of ἀνταίρω 'rise (in rebellion), to revolt']
- ① mutineer, rebel, armed insurgent, guerrilla fighter, partisan (syn επαναστάτης, ρέμπελος [rare], στασιαστής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάρτης2, -ισσα, -ικο [andártis]
- ① revolting, revolutionary, guerrilla, rebellious, rebel:
- η αντάρτισσα ηρωική Eλλάδα |
- η αιώνια Kρήτη, η αντάρτισσα και η τυραννοκαταλύτρα έκοψε τις σπουδές αυτές με το σπαθί της στα 1877 (Melas) |
- οι ακρογιαλιές της Aλεξάντρειας μοιάζουν με αντάρτισσες ερωμένες (Chatzinis) |
- poem κάποιος να καβαλήσει, να τον πάει ψηλά, |..| .. |..| εκεί που κ' η Aγάπη πολεμάει αντάρτισσα, | γιατί δεν έχει σπίτι μες στην πολιτεία (Athanasoulis)
- ② fig rebellious, nonconformist (syn ανυπάκουος, ανυπότακτος, απροσάρμοστος):
- μα τι, ο παράς είναι μόνο στον κόσμο; είπε άξαφνα η αντάρτισσα η Παρασκευή (Xenop) |
- ποίηση με εικόνες, με "ανεστραμμένα κοσμοείδωλα", αντάρτισσα την κάθε στιγμή .. απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους μυημένους (Panagiotop) |
- δείχνουν σε δυο αντίπαλες κατευθύνσεις |
- η μια θέλει να ξεπεράσει τη ζωή, αγωνίζεται αντάρτισσα, άγρια, με πάθος (Terzakis) |
- και τινάζουνταν μέσα μου, αιματωμένη κι αντάρτισσα και με πονούσε πολύ η ψυχή μου (Kazantz) |
- στην αντάρτισσα καρδιά της νιότης, που όλα τα παλιά θέλει να τα συντρίψει, ν' ανανεώσει τον κόσμο (id.) |
- poem σαν την αντάρτισσα αρμονία τη φρυγική | του ατσίγγανου ο ζουρνάς γιομίζει αέρα (Palam) |
- .. πολλά σκληρό κεφάλι | στο νου σου σήκωσαν αντάρτισσες να τονε ρίξουν κάτω | παλιές από σπηλιές αθιβολές κλ (Kazantz Od 20.1297) |
- κι αν είσαι αλήθεια (sc χίμαιρα), λάμψε εντός μου, άστραψε γύρω | και δάμασέ τον τον αντάρτη λογισμό μου (Veritis)
[fr αντάρτης1 used as adj]
- ① revolting, revolutionary, guerrilla, rebellious, rebel: