Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντάρα η [andára] Ο25α : 1.το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από σύννεφα ομίχλης που προμηνύει φοβερή καταιγίδα και με επέκταση φοβερή κακοκαιρία ή δυνατός άνεμος. 2. το σκοτείνιασμα από τους καπνούς, ο θόρυβος και η οχλοβοή στο πεδίο της μάχης: Δεν τους τρομάζει η ~ της μάχης. 3. (μτφ.) φασαρία, αναστάτωση, αναμπουμπούλα: Σηκώθηκε φωνή κι ~. ΦΡ καπνός κι ~: α. για θολή και βρόμικη ατμόσφαιρα. β. για κτ. που έγινε σε υπερβολικό βαθμό: Ήπιαν κι έφαγαν που πήγε (καπνός κι) ~, μέχρι σκασμού. γ. για αγωνία και στενοχώρια: Όλο καπνός κι ~ είναι στο σπίτι τους. δ. (κατάρα): Kαπνός κι ~ να γίνεις.
[μσν. αντάρα < *ανταρ(άσσω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ἀναταράσσω `ανακατώνω, αναστατώνω΄ με ανομ. αποβ. του μεσαίου [a] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντάρα η· εντάρα.
-
- 1)
- α) Θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά:
- και κάμει αντάρα και βροχή κι ο ουρανός μαυρίσει (Eρωτόκρ. Δ´ 1827)·
- β) (μεταφ.) αναταραχή:
- τότε παρατήθηκα του κόσμου τες αντάρες (Γαδ. διήγ. 294).
- α) Θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά:
- 2)
- α) Φασαρία, θόρυβος, αναστάτωση:
- Δίχως αντάρα και φωνές (Θυσ. 283)·
- β) βοή:
- αντάρες δεν γροικιώνται (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1148]).
- α) Φασαρία, θόρυβος, αναστάτωση:
- 3) Διασκέδαση, ξεφάντωμα:
- δίχως χαρές κι αντάρες (Περί γέρ. 132).
- 4) Aποστασία:
- εσύντυχεν αντάρα ιπί τον Kύριο τον Θεό σας (Πεντ. Δευτ. XIII 6).
- 5) (Mεταφ.) στενοχώρια, σκοτούρα, σύγχυση:
- βάσανα και αντάρες (Λεηλ. Παροικ. 252)·
- του νου σου την αντάρα (Θυσ. 754).
[αβέβ. ετυμ.· πιθ. <ανταράσσω (LBG) <αναταράσσω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (λ. αντάρτης) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάρα [andára] η,
- ① tumult, uproar, disorder, disturbance (syn αναστάτωση, θόρυβος, ταραχή, near-syn κοσμοχαλασιά, [δυνατή] οχλοβοή):
- ~ πολεμική |
- πόλεμος θα γενεί, ~ |
- μέσα στην ~ της μάχης amid the tumult of battle |
- θα 'χουμε πόλεμο και αντάρες |
- ζω στης πόλης την ~ |
- πολλή ~ έγινε στο σπίτι |
- τα παιδιά κάνουν μεγάλη ~ |
- τ' αφτιά γεμίζει η ~ των αφρισμένων νερών (Varelas) |
- ~ και αναταραχή |
- ~ τον έζωσε το βοσκό (Kakridis) |
- η ~ έδερνε την ψυχή του (MGeorgiou) |
- folks. όλ' ημέρα θέριζα, | σαν κακόν οπ' έπαθα, | όλο βοριά κι ~ (DPetrop) |
- κι ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας πέρδικας ~ (Theros) |
- poem παντού κλάψα, παντού ~, | και παντού ξεψυχισμοί (Solom) |
- .. και ζεύει ατή της η Ήρα | τα γρήγορα άλογά της, πόλεμο κι αντάρες λαχταρώντας (Homer Il 5.732 Kaz-Kakr) |
- τη νύχτα λένε, ακούνε τη φωνή της | μέσα σε μιαν οχλοβοή, σε μιαν ~ (Malakasis)
- ⓐ great impression:
- phr θα πάει or πήγε ~ it will make a great impression, it will be a surprise (syn κάνει κρότο) |
- το γλέντι πήγε ~ |
- θα σου χτίσω εδώ ένα καφενέ που να πάει ~ (Palam)
- ⓑ heated, passionate discussion (syn θορυβώδης συζήτηση):
- στη Bουλή έγινε μεγάλη ~
- ⓒ rage, frenzy:
- poem .. γοργοξεστορίζει |..| και την καινούργια που σηκώνεται στην κεφαλή του ~ (Kazantz Od 10.1029)
- ② squall, storm at sea (syn ανεμοζάλη, θύελλα):
- πελάγου ~ |
- ~ φοβερή ταλανίζει τη σκούνα |
- prov o λύκος στην ~ χαίρεται evil people succeed in troubled times; one fishes in troubled waters |
- στο λεπτό έπεσε βαριά ~· οι τόποι έσβησαν μες στη θολούρα και μαζί χάθηκε το πλεούμενο (PSamaras) |
- δεν μπορεί το ένα καράβι να ιδεί το άλλο, όπως τα κρύβουν τα πανύψηλα κύματα, η βροχή, η ~ (Karagatsis) |
- κάθε βράδυ με φουρτούνα και μ' ~ ξεμύτιζε η Φιλομήλα .. πήγαινε στη Φούσα και τα 'βαζε με τη λεβεντοπνίχτρα θάλασσα που δε λυπήθηκε τον άντρα της (MGeorgiou) |
- όπου θαλασσινές αντάρες έκαναν επικίνδυνους τους κάβους, εκεί οι αρχαίοι έκτιζαν ναούς στον άρχοντα των ωκεανών, για τον εξευμενίσουν (ChZalokostas) |
- poem ως ναύτης, αν κατάπλωρα | τον δέρνει ~ μαύρη, | σκιασμένος πάει ποδίζοντας αραξοβόλι νά 'βρει (Markoras) |
- νεκροκρέβατου μέγα αρμενοπάνι | του πόνου η ~ ομπρός μας μαύρο εστήθη (Mavilis) |
- είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση | είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός, | μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις, | όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις (KChatzop)
- ⓓ fig overturning, turbulent conditions (syn ανατροπή των πάντων):
- πασχίζουμε να προσανατολιστούμε μέσα στο ζόφο και την ~ του αιώνα μας, να σημειώσουμε το στίγμα μας, να καταλάβουμε πού περίπου βρισκόμαστε και τι ίσως μας περιμένει (Theotokas)
- ③ fog (syn ομίχλη):
- έπεσε ~ πυκνή, ~ αχνή, ~ μαύρη |
- από την ~ δεν έβλεπε ο ένας τον άλλο |
- prov phr καθαρός ουρανός ~ δεν έχει the honest person has no blemishes, is innocent (syn phr καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται) |
- αντίκρα τ' άγρια βουνά χανόνταν στην ~ (GGrigoris) |
- κατέβαινε η ~ και γιόμιζε καταμεσήμερα με άσπρο πυκνό σκοτάδι τον αέρα (Myriv) |
- μπήκε το χινόπωρο βαρύ, με μπόρες, με βοριάδες και μ' αντάρες (PADimas) |
- κατά το νοτιά, ο Kίσαβος τίναξε πάνωθέ του την ~ (Karagatsis) |
- folks. μόν' είναι πάντα συννεφιά και βασιλεύει ~ (NPolitis) |
- ποιος είδε τέτοια συννεφιά, ποιος είδε τέτοι' ~ |
- poem αντάρες ρίχνει στα βουνά που οι Tούρκοι να τους χάσουν (Athanas)
- ⓔ mist, haze (syn καταχνιά, κατσηφάρα):
- poem τι μες στον κάμπο ~ εσκέπαζε τους αντρειωμένους όλους (Homer Il 17.368 Kaz-Kakr) |
- κ' η Παλλάδα, | που 'χε την έγνοια του, τρογύρα του πυκνή σκορπούσε ~ (Homer Od 7.15 Kaz-Kakr) |
- των Kιμμερίων η χώρα βρίσκεται κει πέρα και το κάστρο, | συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο κι ~ .. (ib 11.15)
[fr MG αντάρα, this in turn changed fr εντάρα (this being MG and dial ModG), postv. der of ενταράσσω; cf ανάσα (: ανασαίνω), γέννα (: γεννώ), λάτρα (: λατρεύω), νύστα (: νυστάζω) etc]
- ① tumult, uproar, disorder, disturbance (syn αναστάτωση, θόρυβος, ταραχή, near-syn κοσμοχαλασιά, [δυνατή] οχλοβοή):