Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αντάξιος, επίθ.
-
- 1) Που δεν είναι κατώτερης αξίας, ισάξιος:
- (Eρμον. Θ 13).
- 2) Που ταιριάζει ως προς την αξία, επάξιος:
- ίνα ποίσω αντάξιον της φιλίας σου (Λίβ. N 3630).
[αρχ. επίθ. αντάξιος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν είναι κατώτερης αξίας, ισάξιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντάξιος -α -ο [andáksios] Ε6 : που έχει την αντίστοιχη, την ανάλογη ηθική αξία με άλλον: ~ του πατέρα του. Πράξεις αντάξιες της καλής του φήμης.
αντάξια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀντάξιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάξιος, -α (& -ία) -ο [andáksios] (L)
- ① equal (in worth), worthy, deserving (syn L επάξιος):
- είναι ~ των περιστάσεων equal to the occasion |
- έγινε ~ του πατέρα του |
- ~ αντίπαλος (near-syn ισάξιος) |
- η ανθρωπότητα θ' αποδειχθεί αντάξια του έργου της διασώσεως της κληρονομίας της mankind will prove equal to the task of saving its heritage |
- επιτεύγματα αντάξια της φήμης του |
- προσφορές αντάξιες ενός στοχαστή (Papatsonis) |
- θυσία της αντάξιας κόρης του ημιθέου (id.) |
- η Kλεονίκη έκρινε πως κανένας άντρας δεν είναι αντάξιός της (Terzakis) |
- ο Kολόμβος παρουσιάζεται μπροστά στη βασίλισσα Iσαβέλα με την αξίωση ότι είναι πιο αντάξιός της από τον βασιλέα σύζυγό της (Thrylos) |
- ο Σολωμός, ο ~ των θείων αγωνιστών του Eικοσιένα (Melas) |
- ο Aσώπιος δεν βρήκε ακόμη τον αντάξιό του βιογράφο (Dimaras) |
- η νεοελληνική γλώσσα ήταν η αντάξια θυγατέρα της αρχαίας (Kakridis) |
- προσπαθεί να φανεί ~ της εμπιστοσύνης τους (Ouranis) |
- τους βιομηχανικούς πολιτισμούς θα διαδεχθεί ένας άλλος πολιτισμός ανταξιότερος του ανθρώπου (Panagiotop) |
- η λαχτάρα σου για μια αντάξια του ανθρώπου ζωή (id.) |
- αντάξιες δημόσιες υπηρεσίες για την εκτέλεση του μεγάλου κοινωνικού έργου (Angelop) |
- poem έτσι κ' εσύ τον πόνο | σα δώρο να δεχτείς | ασύγκριτο, το μόνο | αντάξιο μιας ψυχής (Myrtiotissa) |
- είναι η τύχη σου αντάξια της πόλης αυτής, | του λαμπρού μαραθώνιου τροπαίου (Stavrou Ar)
- ② (well-)deserved:
- αντάξια λήθη |
- αντάξια του ανθρώπου ηδονή (Kazantz) |
- ο Παπαδιαμάντης, για να δώσει στην κατάνυξή του περιβάλλον αντάξιο, κατέφευγε στα ρημοκλήσια με τη γραφική γαλήνη (Melas)
[fr kath αντάξιος ← MG, PatrG ἀντάξιος ← AG]
- ① equal (in worth), worthy, deserving (syn L επάξιος):