Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντάντε [andánte] επίρρ. : (μουσ.) αργά, λίγο αργά.
[λόγ. < ιταλ. andante]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάντε [andánte] adj & adv, mus
- moderately slow and even, andante
- ⓐ το ~, an andante movement or piece:
- άνοιξε το διακόπτη κ' οι μελωδίες του ~ της Έβδομης Συμφωνίας ξεχύθηκαν γεμάτες υπερκόσμιο μεγαλείο (Karagatsis)
[fr It andante 'walking']