Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντάμωμα το [andámoma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του ανταμώνω· αντάμωση: Tο ~ των δύο φίλων ήταν συγκινητικό.
[ανταμώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάμωμα [andámoma] το,
- meeting, contact, joining (syn αντάμωση, συνάντηση):
- το πρώτο μας ~ |
- της χρονιάς το ~ |
- εν' ~ τυχαίο |
- καλά ανταμώματα! good bye! η ύπαρξη σαν ~ ζωής και νου είναι στην ουσία μια στάση, μια συμπεριφορά του ίδιου στον ίδιο τον εαυτό του (Theodoridis) |
- για το ~ του Kαζαντζάκη με τον Iστράτι υπάρχουν μαρτυρίες από πρώτο χέρι (Prevelakis) |
- μ' αρέσουν κάποια έργα που είναι σαν ~ σφιχτό του κριτικού και του ποιητικού νου (Palam) |
- με συγκινεί κάποιο ~ και στο Bερναρδάκη, καθώς σε πολλούς από τους πιο υπέροχους του καιρού μας τέχνης και επιστήμης (id.) |
- όσο κατεβαίνει ο θεός προς τους ανθρώπους τόσο ανεβαίνει ο άνθρωπος προς τους θεούς· κάπου θα συναντηθούν και το αντάμωμά τους θα γίνει με το τραγούδι (Chourmouzios) |
- poem κάθε ~ ή φτάρνισμα, κάθε φωνή, | κ' ένα σούσουρο ακόμα τυχαίο (StavrouAr)
- ⓐ encounter, confrontation:
- o M. αράδιασε μπρος μου πλήθος ανταμώματα που 'χε με σκύλους [σκυλόψαρα] κάτου στον πάτο που έσερνε καθημερινά τα βάρη του (Zappas) [fr MG εντάμωμα
[so Pontic], der of ενταμώνω, MG, LMG (Somavera) ανταμώνω]
- meeting, contact, joining (syn αντάμωση, συνάντηση):