Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντάμειψη [andámipsi] η, (& L αντάμειψις)
- reward (syn ανταμοιβή):
- κατακλίθηκε .. του 'ρχεται η Παναγία η Δέσποινα στο ενύπνιο να τόνε πει που την ευχαρίστησε με το άσμα του και που άξιος ο μιστός του και του 'δωκε και νόμισμα για την αντάμειψή του (Papatsonis) |
- poem ας είχα τη δύναμη να κλάψω μόνος | μες στη βαθιά μου σιωπή | ευλαβική αντάμειψις | και λύτρωσις μαζί· κι ας χανόμουν (NPlevrakis)
[fr MG αντάμειψις, PatrG (Euseb. Alex., 5th c.) ← K (pap, 1st c. BC), Hesych.]
- reward (syn ανταμοιβή):