Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάμειψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντάμειψη [andámipsi] η, (& L αντάμειψις)
  • reward (syn ανταμοιβή):
    • κατακλίθηκε .. του 'ρχεται η Παναγία η Δέσποινα στο ενύπνιο να τόνε πει που την ευχαρίστησε με το άσμα του και που άξιος ο μιστός του και του 'δωκε και νόμισμα για την αντάμειψή του (Papatsonis) |
    • poem ας είχα τη δύναμη να κλάψω μόνος | μες στη βαθιά μου σιωπή | ευλαβική αντάμειψις | και λύτρωσις μαζί· κι ας χανόμουν (NPlevrakis)

[fr MG αντάμειψις, PatrG (Euseb. Alex., 5th c.) ← K (pap, 1st c. BC), Hesych.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες