Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντάλλαγμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντάλλαγμα το [andálaγma] Ο49 : ό,τι δίνει (ή παίρνει) κάποιος επειδή πήρε (ή έδωσε) κτ. άλλο: Δίνω / προσφέρω / υπόσχομαι ανταλλάγματα. Παίρνω / ζητώ / απαιτώ / μου δίνουν ανταλλάγματα. Nα τους βοηθήσω, αλλά με ποιο ~; Tι ανταλλάγματα ζητάς για να υποχωρήσεις;

[λόγ. < αρχ. ἀντάλλαγμα]

[Λεξικό Κριαρά]
αντάλλαγμα το.
  • 1) Aυτό που μπορεί να αντικαταστήσει κ., αυτό που το δίνουν ή το παίρνουν ως αντιστάθμισμα, το ισάξιο:
    • τίποτε ουκ ένι αντάλλαγμα της καθαράς αγάπης (Σπαν. B 157).
  • 2) (Προκ. για το πρόσωπο) αλλαγή έκφρασης, αλλοίωση του προσώπου από συναισθηματική αντίδραση:
    • (Διγ. Z 935).

[αρχ. ουσ. αντάλλαγμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντάλλαγμα [andálaγma] το, (L)
  • ① a thing given (or offered) in exchange for sth, item in exchange:
    • ως ~or σ' ~ in exchange (for), in return (for) |
    • ~ εις είδος barter |
    • folkt πήρε σ' ~ ένα ξέχειλο μισοκίλι χρυσάφι |
    • είναι άκυρη η δικαιοπραξία, με την οποία κάποιος παίρνει για τον εαυτό του ή για κάποιον τρίτον σαν ~ για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα, που κατά τις περιστάσεις είναι φανερά δυσανάλογα με την παροχή (Christidis AK) |
    • οι προμήθειες ή άλλα ανταλλάγματα που συνομολογιούνται ή καταβάλλουνται επιπλέον από τον τόκο, λογίζουνται τόκος (id.) |
    • σ' ~για τη χάρη που τους κάνω, οι χριστιανοί πρέπει να παρακαλούν το Θεό τους όχι μόνο για την ευημερία τους αλλ' ακόμα και για τη δικιά μου και για την ευημερία του Kράτους (αυτοκράτωρ Γαλέριος in Evelpidis) |
    • σ' ~ της προσφοράς του Kώστα Mουσούρη το κοινό τού χαρίζει μαζί με την αγάπη του την εμπιστοσύνη του (Thrylos) |
    • ως ~ των εξευτελισμένων ηρωικών ονείρων μας πρόσφερνε την ήρεμη γοητεία της γεροντικής του μνήμης (Theotokas) |
    • αυτός τον μάθαινε τα λατινικά κι ο Kοραής σ' ~ τον δίδασκε τα ελληνικά (Melas) |
    • η ψυχή της κερδίζεται σιγά σιγά σ' αγώνα ευγενή, όπου ο εραστής δίνει χωρίς να ζητεί ~ (id.)
  • ② compensation for a service, renumeration, payment (syn ανταμοιβή, ανταπόδοση, αντιπαροχή, αποζημίωση):
    • ~για μια εκδούλευση, εξυπηρέτηση, για βοήθεια που παρασχέθηκε |
    • όλοι θέλουν ν' ασφαλίσουν ευτυχισμένη ζωή στους ανθρώπους κι αφανίζουν τον άνθρωπο· του τάζουν ψωμί και νερό και του παίρνουν γι' ~ την ψυχή (Panagiotop) |
    • ο ενεργητικός στοχασμός προσφέρει το μεγάλο ~ να πλαταίνει το πεδίο της ποιητικής ενέργειας, δίνει μια καινούργια δύναμη στο λόγο (Chatzinis) |
    • τα υπερβολικά δοσίματα ήταν ανεκτά, όταν αποτελούσαν το ~ στη σωτηρία της ζωής τους, μα ήταν αβάσταχτα στην εποχή της ειρήνης (Evelpidis) |
    • η μεγάλη πλειονοψηφία περιμένει ανταλλάγματα μαγευτικά στον ηθικό και πνευματικό τομέα και προπάντων στη μεταθανάτια ζωή (id.) |
    • poem οι αληθινές μας πράξεις | πάντα αποκλείουν τους μάρτυρες ή, αν το μπορούνε, τους σκοτώνουν, | ή τους εξαγοράζουν με βαριά ανταλλάγματα (Ritsos) [fr MG αντάλλαγμα (Theod. Studites, PG 99.1736D); Spaneas etc

[Kriaras' Lex]) ← K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες