Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανσάμπλ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανσάμπλ [ansámbl] το, indecl attire
  • etc ensemble (syn σύνολο):
    • για την κομψή κυρία ~λινά, μεταξωτά, πικέ |
    • ~ μαξι-ντοκ

[fr Fr ensemble]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες