Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανούσιος, επίθ.
-
- Που δεν έχει υλική υπόσταση, που δεν είναι αισθητός:
- το ανούσιον και άψαυστον διά της οσφρήσεως πνεύμα (Mάρκ., Bουλκ. 3523).
[μτγν. επίθ. ανούσιος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει υλική υπόσταση, που δεν είναι αισθητός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανούσιος -α -ο [anúsios] Ε6 : 1.που δεν έχει ουσία, ουσιαστικό περιεχόμενο: Aνούσιες σκέψεις. Aνούσιοι συλλογισμοί. || ANT ουσιαστικός: Aνούσιο και σαχλό ποίημα. Aνούσια ομιλία. Όλα τούτα μου φαίνονται ανούσια, άσκοπα και μάταια. 2. που δεν έχει ευχάριστη γεύση· άνοστοςα: Aνούσιο φαγητό.
ανούσια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνούσιος `που δεν έχει ουσία, ύπαρξη΄ σημδ. του λαϊκού άνοστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανούσιος, -α, -ο [anúsios]
- ① tasteless, unpalatable, unsavory, flavorless, vapid, insipid (syn άνοστος 1):
- ανούσια γεύση |
- ανούσια μακαρονάδα, σούπα |
- ανούσιο γεύμα |
- φαΐ ανούσιο |
- ανούσιο χαμομήλι
- ② fig insipid, vapid, dull, uninteresting (syn άνοστος 2, σαχλός, ant ουσιώδης):
- ανούσιες γνώσεις, συζητήσεις |
- ανούσιες διαφημίσεις του ηλεκτρικού ματιού (της τηλεόρασης) |
- ανούσια κουβέντα, συνομιλία, αφήγηση |
- ανούσιες ιστορίες, ανούσια ιστορήματα |
- ανούσια αισθηματολογία |
- πεζή κι ανούσια ζωή |
- ανούσια διασκέδαση |
- ανούσιο θέατρο |
- ανούσια αλληγορικά έργα |
- ανούσια παιγνίδια |
- μυθιστόρημα χωρίς έρωτα είναι κτ το ανούσιο |
- ανούσια κωμωδία |
- ανούσια κομπλιμέντα insipid compliments |
- ψυχρές κι ανούσιες λιθογραφίες |
- ανούσιες αστικές ηθικολογίες |
- ανούσιες και επιβλαβείς ψυχαγωγίες |
- γενικά και ανούσια λόγια των πρώτων γνωριμιών (Nirvanas) |
- ομοιώματα ζωής, απεικάσματα κούφια κι ανούσια (Panagiotop) |
- μια ανούσια, ψυχρή καθαρευουσιάνικη μετάφραση (Glinos) |
- ανούσια η πολιτική της ημέρας (Palam) |
- σιχαίνουμαι τα τραγούδια, την τέχνη, τα βιβλία· όλα μου φαίνουνται ανούσια, χάρτινα (Kazantz) |
- οι ελληνίδες μητέρες ας πολεμήσουν το άψυχο, το ανούσιο περιβάλλον των σπιτιών τους (Tsatsos) |
- ακόμα και η ατμόσφαιρα είναι κάπως ανούσια· δεν πείθεται κανείς και δεν συγκινείται (ThAthanasiadis-N) |
- ένα αναμάσημα ιδεών και μοτίβων καταντάει στην πιο ανούσια κοινοτυπία (Glinos) |
- μέσα σε αδέξια χέρια και το πιο ζωντανό θέμα μπορεί να γίνει ανιαρό, ανούσιο (Chatzinis) |
- η καθαρεύουσα φαίνεται σήμερα τόσο ανούσια σε λογοτεχνικό κείμενο (Xefloudas) |
- η ζωή δε θα είναι πια ανούσια περιπέτεια, αλλ' ανάβαση στον κόσμο της χαράς (Evelpidis) |
- τα στολίδια του λόγου του Bασιλείου του Mεγάλου παύουν να είναι ανούσια και κούφια (Tatakis) |
- ο Mιχάλης στάθηκε κουτός και ~ και πεζότατος στις κουβέντες του (Petsalis) |
- όλος ο κόσμος είναι αδειανός γι' αυτήν, ~, άχαρος (Travlantonis) |
- poem δεν κελαϊδείτε, ανούσιοι κι άσκοποι ήχοι, | σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτιάρη (Mavilis) |
- δύσκολο κάτι πια να ξεχωρίσομε | στων γνώσεων τον ανούσιον κυκεώνα (Zevgoli-G)
- ⓐ unattractive, graceless (syn L άκομψος, αποκρουστικός, D άχαρος, ant κομψός L, νόστιμος):
- η γυναίκα που τη βλέπεις στο δρόμο με όλα της τα θέλγητρα, η γυναίκα αυτή η ίδια .. η ανούσια, η άσχημη .. σου φαίνεται μέσα στην ατμοσφαίρα της εκκλησιάς κάτι άλλο (Palam) |
- ευχαρίστως θα σηκωνότανε τώρα να χορέψει, να τραγουδήσει, ακόμη και να φιλήσει εκείνη την ανούσια αυστηρή νέα (KPapa)
[fr MG, PatrG ← LK ἀνούσιος 'without substance', cpd w. οὐσία]
- ① tasteless, unpalatable, unsavory, flavorless, vapid, insipid (syn άνοστος 1):