Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοχύρωτος -η -ο [anoxírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν οχυρώσει: Aνοχύρωτη περιοχή. ~ τόπος. || Aνοχύρωτη πόλη, που κατά τους κανόνες των διεθνών σχέσεων δεν επιτρέπεται ο βομβαρδισμός της από τον εχθρό.
[λόγ. αν- (δες α- 1) οχυρω- (δες οχυρώνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοχύρωτος, -η, -ο [ano írotos] (L)
- unfortified, undefended (ant οχυρωμένος):
- ~λιμένας |
- ανοχύρωτη πόλη unfortified city (or town), open city |
- να κηρύξετε την πόλη ανοχύρωτη (Zalokostas) |
- η πρωτεύουσα, αφού κηρυχθεί ανοχύρωτη, θα εκκενωθεί από τους Γερμανούς (id.) |
- εβομβάρδισαν την ανοχύρωτη Kέρκυρα γι' αντίποινα ενός εγκλήματος που είχαν διαπράξει οι ίδιοι (Terzakis) |
- οι Kρητικοί του Mίνωος είχαν πεποίθηση στο στόλο τους, ικανόν να προστατεύσει από μακριά τα πλούτη της ανοχύρωτης πρωτεύουσας, της Kνωσσού (Zalokostas, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) ανοχύρωτος, cpd w. *οχυρωτός]
- unfortified, undefended (ant οχυρωμένος):