Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοχή η [anoxí] Ο29 : το αποτέλεσμα του ανέχομαι. 1. η ιδιότητα του ανεκτικού· ανεκτικότητα: H ~ μας ξεπέρασε κάθε όριο. Δείχνω ~ σε κπ. ή σε κτ., ανέχομαι. || Ψήφος ανοχής, η ψήφος που δίνει κάποιος για να δείξει ότι απλώς ανέχεται κπ. (ή κτ.) χωρίς όμως και να τον υποστηρίζει: Για να αποφευχθεί η κυβερνητική κρίση, τμήμα της αντιπολίτευσης έδωσε ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση. 2. η επιτρεπόμενη ή δυνατή κύμανση ενός μεγέθους, μιας ποσότητας, ενός ποσοστού προς τα πάνω ή προς τα κάτω. 3. Οίκος ανοχής, οίκημα στο οποίο ασκείται επαγγελματικά η πορνεία· μπορντέλο, πορνείο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνοχή· 2, 3: σημδ. γαλλ. tolérance]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανοχή η.
-
- Aνεκτικότητα, μακροθυμία:
- τοιαύτη Θεού ανοχή και παραχώρησις εγένετο (Iστ. πολιτ. 4512)·
- (σε επιφ. χρ.):
- Ω της ανοχής σου, Xριστέ βασιλεύ (Δούκ. 3259).
[αρχ. ουσ. ανοχή. H λ. και σήμ.]
- Aνεκτικότητα, μακροθυμία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοχή [ano í] η, (L)
- ① tolerance, toleration, patience, forbearance (syn υπομονή, near-syn L μακροθυμία):
- αμοιβαία, κοινή ~ |
- μη ~inability to tolerate sth, intolerance |
- απολαμβάνει τη γενική ~ |
- εξαντλήθηκε η ~ μου my patience has given out |
- ατμόσφαιρα μετριοπάθειας και ανοχής |
- ~ των μεν προς τις γνώμες των δε |
- οι δύο λαοί ζούνε με αμοιβαία ~ (Palaiologos) |
- ~ των νέων για την κοινωνία |
- έλλειψη ανοχής απέναντι στην ιδεολογία του άλλου |
- θα ευχόμουν το ίδιο πνεύμα ανοχής να επικρατούσε σε όλους όσοι γράφουν (Dimaras) |
- η ~ είναι η πρώτη των δημοκρατικών αρετών (Evelpidis) |
- η ~ είναι συνήθως πιο χρήσιμη στην κοινωνική αρμονία από την αλύγιστη πειθαρχία (id.) |
- ~ θρησκείας religious toleration, ~ θρησκευτικών αιρέσεων |
- η ~ ξένης προπαγάνδας δεν είναι επιτρεπτή |
- όλες οι θρησκείες είναι εξίσου άξιες σεβασμού και ανοχής (Kanellop, adapted) |
- μέτρα ανοχής και ελευθερίας |
- πρέπει να υπάρχει ~για τους διαφωνούντες |
- ~ υπερβάσεων των εξουσιών του βασιλέως |
- ~ για τους συνωμότες εχθρούς του βασιλιά (Roufos) |
- δώστε στους νέους θεσμούς, ελαστικότητα και ~ απέναντι στον άνθρωπο (Theotokas) |
- ~ του φωτισμένου ανθρώπου απέναντι στα πνευματικά κινήματα |
- η κυβέρνηση δείχνει δημοκρατική ~ για όλα τα κόμματα |
- ~ των ανελευθέρων καθεστώτων |
- όχι ~, αλλά κατανόηση απέναντι των ανώμαλων |
- με την ~ των αρχών ο όχλος ελύντσαρε τους δύο αδελφούς (Kanellop)
- ⓐ η ψήφος ανοχής vote by the opposition supporting the government (to avert a crisis) (ant ψήφος εμπιστοσύνης)
- ⓑ med tolerance (syn ανεκτικότητα)
- ② tolerance, clearance, allowance:
- επιτρεπόμενη ~permissible clearance |
- επιτρεπόμενο όριο ανοχής (id.)
- ③ scarcity, dearth (syn L αφορία, near-syn L σιτοδεία):
- εφέτος είχαμε ~στα γεννήματα
- ④ ο οίκος ανοχής (L) house of prostitution, brothel (syn μπορντέλο, L πορνείο)
[fr MG ανοχή ← K, AG, der of ἀνέχομαι]
- ① tolerance, toleration, patience, forbearance (syn υπομονή, near-syn L μακροθυμία):