Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοσοποιώ [anosopió] -ούμαι Ρ10.9 : (ιατρ.) προκαλώ ανοσία στον οργανισμό, τον κάνω απρόσβλητο από ορισμένες ασθένειες και μολύνσεις.
[λόγ. άνοσ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. immuniser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσοποιώ [anosopió] (L) med
- immunize (syn ανοσιοποιώ):
- η ιατρική ανοσοποιεί τον ανθρώπινο οργανισμό κατά πολλών ασθενειών
[fr kath (neol) ανοσοποιώ, cpd of άνοσος & ποιώ]
- immunize (syn ανοσιοποιώ):