Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοσοποιητικός -ή -ό [anosopiitikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ανοσοποίηση: Tο ανοσοποιητικό σύστημα. Σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, σοβαρότατη ασθένεια που συνίσταται στην πλήρη εξασθένηση της ανοσοποιητικής άμυνας του οργανισμού· έιτζ.
[λόγ. ανοσο(ποίησις) -ποιητικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσοποιητικός, -ή, -ό [anosopiitikós] (L) med
- immunizing (syn ανοσιογόνος):
- ο ~ μηχανισμός του αρρώστου |
- ανοσοποιητική δύναμη |
- τα εμβόλια είναι ανοσοποιητικά μέσα
[fr kath (neol), der of *ανοσοποίητος]
- immunizing (syn ανοσιογόνος):