Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοσοποίηση η [anosopíisi] Ο33 : (ιατρ.) η απόκτηση ανοσίας.
[λόγ. ανοσο(ποιώ) -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. immunisation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσοποίηση [anosopíisi] η, gen ανοσοποιήσεως (L) med
- immunization:
- η ~ αντι-RH και κατά της ερυθράς |
- οι Tούρκοι φαίνεται να είναι από τους πρώτους που, χωρίς να γνωρίζουν το φαινόμενο της ανοσοποιήσεως, μετέφεραν από την Aνατολή τον προφυλακτικό ευλογιασμό, τρίβοντας το βρεφικό δέρμα με το όστρακο του μυδιού και τοποθετώντας ύστερα απάνω μια σταγόνα πύο από φλύκταινες άλλου παιδιού που παρουσίαζε την πάθηση της ευλογιάς (Louros)
[fr kath (neol) ανοσοποίησις, der of kath ανοσοποιώ]
- immunization: