Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσοβιολογικός, -ή, -ό [anosovioloyikós] (L) med
- concerning immunity, immunobiologic, immunological:
- ανοσοβιολογικό ερευνητικό κέντρο |
- ανοσοβιολογικά τεστ |
- ανοσοβιολογικά αίτια ενδοκρινοπαθειών |
- ο ~ μηχανισμός, τόσο πολύτιμος για την προστασία του ανθρώπου, γίνεται συχνά αιτία προκλήσεως διαβήτη και μάλιστα σε νεαρά άτομα
[fr kath (neol), der of ανοσοβιολογία]
- concerning immunity, immunobiologic, immunological: