Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοσοβιολογία η [anosoviolojía] Ο25 : (ιατρ.) το σύνολο των φαινομένων που προκαλούνται σε έναν οργανισμό από την επίδραση των μικροβίων και οφείλονται στην αντίδραση του οργανισμού κατά του νοσογόνου παράγοντα.
[λόγ. άνοσ(ος) -ο- + βιολογία μτφρδ. αγγλ. immuno biology (biology = βιολογία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσοβιολογία [anosovioloyía] η, (L) med
- immunobiology, immunology:
- η Δύση δεν παραδέχτηκε τη σημασία της πρώτης πηγής της ανοσιολογίας (sc της Tουρκίας) (Louros, adapted)
[fr kath (neol) ανοσοβιολογία, cpd of άνοσος & βιολογία]
- immunobiology, immunology: