Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανοσιούργημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοσιούργημα το [anosiúrjima] Ο49 : α.πράξη εξαιρετικά ανήθικη, ανόσια, βδελυρή: Ο καθένας θα αγανακτούσε με τα ανοσιουργήματά του. β. έργο, αποτέλεσμα που είναι αντίθετο προς κάποιες στοιχειώδεις αρχές και προκαλεί απέχθεια: Δε θα πούμε πίνακα ζωγραφικής ένα τέτοιο ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνοσιούργημα `ασεβής πράξη΄ σημδ. γαλλ. impiété]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοσιούργημα [anosiúryima] το, (L)
  • ① impious action, abominable act, iniquity, wickedness (syn ανόσια πράξη, ανόσιο έγκλημα [s. ανόσιος2 2]:
    • οι εκκλησιές μας είναι κατασπιλωμένες από λογής λογής ανόσιουργήματα (Panagiotop)
  • ② fig abhorrence, abomination:
    • υπάρχουν δυστυχώς πάμπολλα ανοσιουργήματα στα σχολικά βιβλία που αποθαρρύνουν και τον ζήλο για τη συνέχιση των σπουδών πέραν του δημοτικού (Tsouderou)

[fr kath ανοσιούργημα ← LK (Philo, Porphyrius)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες