Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοσία η [anosía] Ο25 : α.(ιατρ.) η φυσική ή επίκτητη ιδιότητα ενός οργανισμού να μην προσβάλλεται από ορισμένες ασθένειες. β. (μτφ.) η ιδιότητα αυτού που δεν αντιδρά ή δε δυσανασχετεί σε μια δυσάρεστη κατάσταση επειδή την έχει συνηθίσει: Yπέφερε τόσα στη ζωή του που έπαθε πια ~. Hθική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνοσία `ελευθερία από αρρώστια΄ & σημδ. γαλλ. immunité, immunition (στη σημ. α)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοσία [anosía] η, (L)
- ① med insusceptibility to (certain) germs or viruses, immunity to disease:
- φυσική, επίκτητη ~ |
- τα νεογέννητα έχουν ~ για τα περισσότερα νοσήματα |
- υπάρχει ~ λόγω ηλικίας (Katsigra) |
- το σύστημα ανοσίας του οργανισμού μάς προστατεύει από τους ξένους εισβολείς, που προκαλούν ασθένεια |
- ~σε καρδιακές παθήσεις |
- ~ κατά των ρευματισμών |
- χιλιάδες άνθρωποι έχουν ένα είδος ανοσίας στον πόνο |
- τους Iνδούς τους προστατεύει η εξοικείωσή τους με τη βρώμα· έχουν μπολιασθεί με τη βρώμα και έχουν ~(Thrylos)
- ② fig insusceptibility, immunity:
- μεγάλο ποσοστό της ηθικής ανοσίας μας οφείλεται στην εσωτερική και ναρκισσευόμενη αποσύνθεση (Terzakis) |
- διδάσκεται εκείνος που αποκτά μια πικρή ~, γιατί, στην προστριβή του με την καθημερινότητα, έφθειρε την αγνότητά του (id.) |
- ο αναγνώστης παθαίνει μιθριδατισμό |
- παθαίνει ~ αντίκρυ στο κείμενο (Panagiotop)
[fr kath ανοσία ← K ἀνοσία (Pollux) 'freedom fr sickness']
- ① med insusceptibility to (certain) germs or viruses, immunity to disease:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανόσια [anósia] adv
- in an unholy way, profanely, impiously (syn ανίερα):
- poem κάτου στον κάμπο ταπεινές φωνές, πικρές και στείρες, | στη χλαλοή τους έσμιγαν ~ τ' όνομά Σου (Sikel) |
- τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας | και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές | ~ εξαργυρώνοντας (Elytis)
[der of ανόσιος; cf kath, MG ανοσίως]
- in an unholy way, profanely, impiously (syn ανίερα):