Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανορθόδοξος -η -ο [anorθóδoksos] Ε5 : που η χρήση του, ο τρόπος του, ο χαρακτήρας του κτλ. δε συμφωνεί με ό,τι είναι γενικά αποδεκτό. ANT ορθόδοξος: Aνορθόδοξα μέσα. Aνορθόδοξη τακτική / σκέψη. Aποδοκιμάζουμε τον ανορθόδοξο τρόπο της εκλογής του.
ανορθόδοξα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) ορθόδοξος μτφρδ. αγγλ. unorthodox < un- = αν- (δες α- 1) + orthodox < ελνστ. ὀρθόδοξος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανορθόδοξος, -η, -ο [anorθó∂oksos] (L)
- ① not conforming w. the tenets of the Orthodox church, non-orthodox, unorthodox (ant ορθόδοξος):
- η ανορθόδοξη διδασκαλία του Kαΐρη στο ορφανοτροφείο της Άνδρου |
- οι ανορθόδοξες θρησκευτικές δοξασίες του
- ② offbeat, unconventional, deviating, abnormal, unorthodox:
- ~τρόπος |
- αρχίζομε κατά ένα τρόπο ανορθόδοξο |
- κτ το ανορθόδοξο έκρυβε το τηλεφώνημα |
- ακολουθείται ανορθόδοξη διαδικασία |
- ανορθόδοξες αντιλήψεις, σχέσεις, καταστάσεις, χρηματοδοτήσεις |
- ανορθόδοξα στοιχεία |
- οι ανορθόδοξοι δεξιοί (βασιλικοί, χουντικοί κλ) |
- η ερμηνεία των Γραφών, όπως την έκανε ο Φράυ Λουίς ντε Λεόν, θεωρήθηκε ανορθόδοξη (Kanellop) |
- είδη της ιστορίας σε διάφορες μορφές, έστω και ενίοτε ανορθόδοξες |
- η κίνηση της ζωής βρίσκει άλλους δρόμους, δικούς της και ανορθόδοξους (Panagiotop) |
- δεν ενοποίησα ορισμένες ανορθόδοξες μα επίμονες γραφές (GPSavidis) |
- ο Aριστοφάνης προσφέρει στον ήρωα ένα προηγούμενο ανορθόδοξου ερωτισμού (Tachtsis)
[fr neol (kath, Koumanoudis) ανορθόδοξος, cpd w. ορθόδοξος]
- ① not conforming w. the tenets of the Orthodox church, non-orthodox, unorthodox (ant ορθόδοξος):