Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανορθωτής
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανορθωτής [anorθotís] ο, (L)
  • ① restorer (syn επανορθωτής)
  • ② phys & electr (wireless telegraphy) rectifier:
    • ~ηλεκτρικού ρεύματος rectifier |
    • δονούμενος ~ vibrating rectifier |
    • μεταλλικός ~ metal rectifier |
    • ξηρός ~ dry rectifier [fr kath ανορθωτής ← PatrG àνορθωτής (used about God), der of àνορθ΅ (-όω)]. Cf ανορθώτρια.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανορθωτής 1 ο [anorθotís] Ο7 θηλ. ανορθώτρια [anorθótria] Ο27 : αυτός που ανορθώνει: Επίδοξοι ανορθωτές της οικονομίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνορθωτής· λόγ. ανορθω(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανορθωτής 2 ο : (ηλεκτρολ.) συσκευή που χρησιμεύει για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος σε συνεχές.

[λόγ. < ανορθωτής 1 σημδ. γαλλ. redresseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες