Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανορθοδοξία η [anorθοδοksía] Ο25 : η ιδιότητα του ανορθόδοξου: H ~ της σκέψης του προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις.
[λόγ. ανορθόδοξ(ος) -ία μτφρδ. αγγλ. unorthodoxy < un- = αν- (δες α- 1) + orthodoxy < ελνστ. ὀρ θοδοξία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανορθοδοξία [anorθo∂oksía] η,
- opinion, method, practice etc differing fr the prescribed, accepted or conventional, unorthodoxy:
- γλωσσικές ανορθοδοξίες |
- μια στιγματική ~τόσο χαρακτηριστική, όπως του Kαβάφη· η στίξη στον Kαβάφη είναι λιγότερο συντακτική και περισσότερο φωνητική (Maronitis) |
- υποστήριξαν ότι ο καβαφικός ιστορισμός αποτελεί ένα εφευρημένο άλλοθι του ποιητή, για να σκεπαστούν ατομικές πληγές και πιο συγκεκριμένα η ερωτική ~ του (id.) |
- η διαφωνία ήταν και σχετική με την ~ ή απρέπεια ορισμένων χαρακτηριστικών του έργου (Kanellop)
[fr kath ανορθοδοξία, der of kath ανορθόδοξος]
- opinion, method, practice etc differing fr the prescribed, accepted or conventional, unorthodoxy: