Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανορεξιά
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανορεξία η [anoreksía] Ο25 : α.η έλλειψη όρεξης για φαγητό: Ο άρρωστος έχει ~. || (επιστ.) νευρική ~, συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές που οδηγεί σε υπερβολική αδυναμία. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) η έλλειψη καλής ψυχικής διάθεσης, κεφιού· ακεφιά: Άφησέ τον ήσυχο γιατί τον έπιασαν πάλι οι ανορεξίες του.

[λόγ. < αρχ. ἀνορεξία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανορεξιά η [anoreksxá] Ο24 : (προφ.) ανορεξία.

[μσν. ανορεξιά < αρχ. ἀνορεξία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ανορεξία η· αναροξιά· ανορεξιά.
  • 1) Έλλειψη όρεξης:
    • (Προδρ. IV 326).
  • 2) Έλλειψη προθυμίας, κακή διάθεση:
    • τον στόλο … όρθωσεν χωρίς ανορεξίαν (Θησ. (Foll.) I 44).
  • 3) Aυτό που προκαλεί τη δυσαρέσκεια κάπ., που είναι αντίθετο προς την επιθυμία του, κακό:
    • ουδέποτε του εποίκαμεν ανορεξιάν καμίαν (Θησ. (Foll.) I 28).

[μτγν. ουσ. ανορεξία. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανορεξία [anoreksía] η, (L)
  • ① med lack (or loss) of appetite, inappetence, anorexia (cf D ανορεξιά):
    • νευρική ~ |
    • όλα τα άλλα συμπτώματα που παρουσίαζε, η δύσπνοια, οι ζαλάδες, η ~, οι παλμοί είχανε αφορμή τη μεγάλη αυτή αναιμία (Nirvanas) |
    • δεν ήταν συνηθισμένη ~, ήταν αδιαφορία (TPittas) |
    • poem οι δύναμές μου είχαν κοπεί και απ' την ~ | δεν έτρωγα μήτ' έπινα, φαντάσου απελπισία (Mavilis)
  • ② lack of desire, ill-disposition, low spirits, halfheartedness, disinclination:
    • έχω ~για εργασία [fr MG ανορεξία (15th c. cod., Aθηνά 43.164) ← LK àνορεξία (Aretaeus [2nd c. AD], Palladius mon.

[+431])]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανορεξιά [anoreksjá] η, (D)
  • ① lack of appetite (syn L ανορεξία 1, ant όρεξη):
    • δεν μπορεί να φάει, έχει ~ |
    • η αρρώστια τού 'φερε ~ |
    • έπαθε μια παράξενη ~ |
    • γιατρεύτηκε από την ~ |
    • μου 'πε ο γιατρός πως δεν είναι τίποτε αυτή η ~ |
    • ρώτησε με μορφασμό ανορεξιάς τι έφαγαν (Xenop) |
    • το μεσημέρι δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του απ' την ~(Lountemis) |
    • πήρε το ψωμί και καμωνότανε πως το μασουλούσε μ' ~ (LAkritas) |
    • την ίδιαν ώρα πέρασαν κ' οι ανορεξιές του κ' οι ανεφαγιές του (Myriv) |
    • θα υπερνικήσει το αίσθημα της αδιαθεσίας και ανορεξιάς, το οποίο προκαλείται από την κόπωση (Chatzinikou) |
    • poem ήταν μες στον κόσμο ένα παιδί | όλο δείλια κι όλο ~ (Agras)
  • ② want of desire, ill-disposition, low spirits, disinclination, reluctance (syn L ανορεξία 2, ant όρεξη):
    • κάθε φορά που φίλοι μου με καλούσαν στο κυνήγι, έδειχνα ~ή απόφευγα (Kondylakis) |
    • ξαναγύρισαν στις δουλειές τους με βαρεμάρα και ~ μαθητών που τερμάτισαν τη δεκαπενθήμερη αργία τους και ξανακάθισαν μουτρωμένοι, άκεφοι στα θρανία· ποιος έχει όρεξη για δουλειά και περισυλλογή; (Kyriakidis, Vima) |
    • έχω τις ημέρες αυτές αρκετή δουλειά στο πανεπιστήμιο και μεγάλη μέσα μου ~ (Palam) |
    • αισθάνομαι μεγάλη όρεξη στο μάζωμα υλικών και μεγάλη ~ στο χτίσιμο. La vieillesse! (id.) |
    • έτσι μιαν ~ με κράτησε, καθώς εδιάβαζα όσα λέτε για τους ψευτοποιητάδες (id.) |
    • δεν τους ξέρεις εσύ τους άντρες! ίσαμε που να σε κάνουν δική τους σκυλιάζουν, τρώνε τα μανίκια τους .. κ' ύστερ' αρχίζουν οι ανορεξιές, οι βαριεστημάρες, είμαι κουρασμένος, έπεσε πολλή δουλειά στο γραφείο και τ' αποδέλοιπα (Panagiotop)

[fr LMG ανορεξιά (Portius, 1635) ← MG ανορεξιά ← MG ανορεξία; cf ανορεξία above]

[Λεξικό Κριαρά]
ανορεξιάζω.
  • 1) Δείχνω αδιαφορία, δεν είμαι πρόθυμος για κ.:
    • αν τις κρίσες μου να ανορεξιάσει η ψυχή σας για να μη κάμετε όλες τις παραγγιλές μου (Πεντ. Λευιτ. XXVI 15).
  • 2) (Mε αιτιατ. προσώπου) αποστρέφομαι, σιχαίνομαι κάπ.:
    • (αυτ. Λευιτ. XXVI 11).

[<ουσ. ανορεξία + κατάλ. ιάζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες