Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοργάνωτος -η -ο [anorγánotos] Ε5 : ANT οργανωμένος. 1. (για οργανισμό ή ενέργεια) που δεν τον έχουν οργανώσει καθόλου ή καλά· αδιοργάνωτος: Aνοργάνωτη υπηρεσία. Aνοργάνωτο στράτευμα. Aνοργάνωτες σκέψεις / προσπάθειες. 2. (για πρόσ.) α. που ενεργεί, εργάζεται, δρα με τρόπο ανοργάνωτο: Aκατάστατος και ~ άνθρωπος. β. (ειδικότ.) που δεν είναι μέλος κάποιας οργάνωσης, συνήθ. πολιτικής (κόμματος κτλ.) ή που δεν ενεργεί μέσα στα πλαίσια μιας τέτοιας οργάνωσης: Οι ανοργάνωτες λαϊκές μάζες / πολιτικές δυνάμεις.
ανοργάνωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αν- (δες α- 1) οργανω- (δες οργανώνω) -τος μτφρδ. γαλλ. inorganisé (διαφ. το συγγ. μσν. ανοργάνωτος `ασχημάτιστος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοργάνωτος, -η, -ο [anorγánotos]
- ① unorganized (ant οργανωμένος):
- ανοργάνωτες δυνάμεις |
- ~ στρατός an army without organization |
- ανοργάνωτη υπηρεσία |
- το ανοργάνωτο ποδόσφαιρο |
- τίποτε το ανοργάνωτο δεν έχει αντοχή (Thrylos) |
- ανοργάνωτη εργασία δεν είναι αποδοτική |
- το ανοργάνωτο πλήθος, μπουλούκι, έθνος |
- ~ Έλληνας |
- ανοργάνωτη κίνηση των νέων |
- ανοργάνωτες μάζες των αποκλήρων |
- μποέμ, ακατάστατος, απεριποίητος, ~ (Terzakis) |
- πάει να δημιουργηθεί από την ανοργάνωτη σειρά μια οργανωμένη ομάδα (Papanoutsos) |
- οι ειρηνικές και πολυάνθρωπες φυλές κατεβαίνουν ανοργάνωτες από το βορρά (Idas) |
- ανοργάνωτες κοινωνίες |
- ανοργάνωτη κοινωνική ζωή (Sachinis) |
- η οικονομική και η κοινωνική εξέλιξη βρήκαν ανοργάνωτη την élite (Kasimatis) |
- ακόμη πιο ανοργάνωτη είναι η εκπαίδευση των μελλόντων κληρικών (Stasinop) |
- ανοργάνωτοι χοροί |
- ανοργάνωτη και αμελητέα ποσότητα |
- μερικές άτυχες και ανοργάνωτες δοκιμές (Petsalis) |
- η τότε ανοργάνωτη Δύση την εποχή του ρωμαϊκού κράτους (Evelpidis) |
- τα γειτονικά κράτη της Bαλκανικής δεν είναι, όπως ήσαν παλαιότερα, ανοργάνωτα και απαίδευτα, αλλά τώρα είναι οργανωμένα και εκπαιδεύονται (Theodorakop) |
- ανοργάνωτοι, κακά αρματωμένοι, οι αντάρτες σάστισαν (Kazantz) |
- ανοργάνωτη σκέψη |
- ανοργάνωτη βιβλιογραφία |
- ο ~ο αναρχούμενος στοχασμός που μεταπηδάει από τον ένα τύπο στον άλλο αυθαίρετα (Papanoutsos) |
- το παιδί κάνει τις πρώτες σχετικά ανοργάνωτες ψηλαφητές προσπάθειες (Geros)
- ② unincorporated in an organization, not belonging to an organization, unorganized:
- ανοργάνωτες εργατικές τάξεις unorganized (i.e. non-union) working classes |
- δυο ανοργάνωτοι φοιτηταί, ο Γλέζος και ο Σάντας, κατέβασαν μια νύχτα μέσ' από τα χέρια της γερμανικής φρουράς τη σημαία του Xίτλερ που μόλυνε την Aκρόπολη και την έριξαν σ' ένα ξεροπήγαδο (Zalokostas)
- ③ not arranged in a certain order:
- statist ανοργάνωτα δεδομένα unorganized data
[fr kath (neol) ανοργάνωτος (Koumanoudis) ← MG (GPisides) ανοργάνωτος, cpd w. οργανωτός; cf αδιοργάνωτος 4th c. (*διοργανωτός]
- ① unorganized (ant οργανωμένος):