Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανοξαιμία η [anoksemía] Ο25 : (ιατρ.) η ανοξία.
[λόγ. < γαλλ. anoxémie < an- = αν- (δες α- 1) + ox(ygène) = οξ(υγόνον) + αρχ. αxμ(α) -ie = -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανοξαιμία [anoksemía] η, med
- subnormal oxygenation of the blood, anoxic anoxia, anoxemia
[fr Neo-L anoxaemia, cpd of combining forms αν- & ox(ygen) & -aemia]