Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανομολόγητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομολόγητος -η -ο [anomolójitos] Ε5 : α.που δεν τον ομολόγησε, δεν τον παραδέχτηκε κάποιος: Aνομολόγητη ενοχή. Ήρθε η στιγμή να σας πω τ΄ ανομολόγητό μου κρίμα. β. που δεν είναι δυνατό να τον ομολογήσει, να τον ανακοινώσει κάποιος: Aνομολόγητες σχέσεις, πολύ ανήθικες. Aνομολόγητα μαρτύρια, απερίγραπτα.

[λόγ.: α: ελνστ. ἀνομολόγητος `ασταθής΄(;), σημδ. γαλλ. inavoué· β: σημδ. γαλλ. indicible]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομολόγητος, -η, -ο [anomolóyitos] (L)
  • ① unconfessed, unadmitted, unacknowledged (ant L ομολογημένος):
    • ανομολόγητοι εχθροί |
    • ανομολόγητη ενοχή, πράξη |
    • κάποια ανομολόγητα κίνητρα |
    • ~ερωτισμός |
    • ανομολόγητη πεποίθηση, περιφρόνηση, πλήξη |
    • το ανομολόγητο αίσθημα ότι συζεί με μια σκλάβα |
    • ανομολόγητες αντιθέσεις γεννιούνται ανάμεσα στ' αντρόγυνα |
    • κάποια αρρώστια του ανομολόγητη |
    • η ανομολόγητη συμφωνία |
    • μια ανομολόγητη ασυμφωνία |
    • ανομολόγητες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες |
    • κάποια ανομολόγητη έλξη |
    • η ανομολόγητη έφεση της επιστροφής |
    • κάποια ανομολόγητηελπίδα |
    • ανομολόγητη ζήλεια |
    • το ανομολόγητο δράμα του |
    • πόθοι ανομολόγητοι που δεν έχουν ακόμα αποκρυσταλλωθεί (Palaiologos) |
    • προσπαθούσαν να μαντέψουν τι κρύβεται πίσω ανομολόγητο (Kazantz) |
    • βαθιά ανομολόγητη ταπεινοσύνη (id.) |
    • κάτι σα δισταγμός ~τον κρατούσε (Terzakis) |
    • γυρίζει σε στοχασμούς δικούς του, ανομολόγητους (id.) |
    • ένας ~ευδαιμονισμός (Papanoutsos) |
    • ομολογημένες ή ανομολόγητες επιδράσεις του Kαβάφη στους νέους ποιητές (Dimaras) |
    • ο μύθος υποθάλπει την ανομολόγητη θρησκευτικότητά των (Theodorakop) |
    • είχαν πληροφορίες από πηγές ανομολόγητες (Theotokas) |
    • αισθανότανε και κάποιαν ανομολόγητη περηφάνεια για το γεγονός (id.) |
    • τ' ανομολόγητα συμπλέγματα της εποχής μας (Chatzinis) |
    • είχε απομείνει ίσως κάποια ανομολόγητη τύψη για την αποστασία (Papatsonis)
  • ② unspeakable, censurable, reprehensible, immoral, base (syn ακατονόμαστος L, αμολόγητος2 1, ανήθικος):
    • ανομολόγητες διαθέσεις, πράξεις, προθέσεις, σχέσεις |
    • έχει μια ανομολόγητη κλίση προς κτ |
    • ανομολόγητη επιδίωξη |
    • ~ανταγωνισμός |
    • ανομολόγητοι σκοποί |
    • οι αιτίες ήταν άλλες, ανομολόγητες |
    • σα να γυρίζουμε από ανομολόγητες περιπέτειες σε ξένους απαγορεμένους τόπους (Kazantz) |
    • στα βάθη της ψυχής φωλιάζουν ανομολόγητες επιθυμίες (Papanoutsos, adapted) |
    • συμφέροντα ταπεινά και ανομολόγητα (Charis)
  • ③ indescribable, inexpressible (syn ανεκδιήγητος, ανέκφραστος, απερίγραφτος):
    • ανομολόγητο αμάρτημα, ελάττωμα |
    • ανομολόγητα απορρίματα στους εκδρομικούς χώρους |
    • ανομολόγητοι βασανισμοί indescribable tortures |
    • ετράβηξε ανομολόγητα μαρτύρια απ' αυτόν |
    • η ανομολόγητη τραγωδία του ξεριζωμού των Eλλήνων από τη Mικρά Aσία

[fr kath (Koumanoudis) ανομολόγητος, cpd w. K ὁμολογητός; cf τό ἀνομολόγητον Ptolemy v. l. (2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες