Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομοιώνω [anomióno] aor ανομοίωσα, pass ανομοιώνομαι, ανομοιώθηκε (L)
- make dissimilar, dissimilate (syn υφίσταμαι ανομοίωση, διαφοροποιώ, ant αφομοιώνω):
- ανομοιώθηκε το ευ σε ει στο ρήμα Fευπείν Fειπείν, το λ σε ρ στις λέξεις κεφαλαλγία κεφαλαργία, flagellum φραγγέλιον
[fr LK ἀνομοιῶ (-όω) 'make dissimilar' (3rd c. AD) ← AG]
- make dissimilar, dissimilate (syn υφίσταμαι ανομοίωση, διαφοροποιώ, ant αφομοιώνω):