Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανομοιογενής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομοιογενής -ής -ές [anomiojenís] Ε10 : ANT ομοιογενής. ΣYN ετερογενής1. α. που δεν ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος με άλλον, που έχει διαφορετική προέλευση, σκοπούς, τάσεις: Aνομοιογενή φαινόμενα / στοιχεία. Aνομοιογενείς απόψεις. β. που αποτελείται από ανομοιογενή στοιχεία: ~ πληθυσμός.

[λόγ. < ελνστ. ἀνομοιογενής `διαφορετικού είδους ζώο΄ σημδ. γαλλ. hétérogène]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιογενής, -ής, -ές [anomioyenís] (L)
  • not of the same kind, of a different kind, different, heterogeneous (ant ομοιογενής):
    • ανομοιογενές έργο, μετάλλευμα |
    • ανομοιογενή φαινόμενα |
    • ~ πληθυσμός, κύκλος, συντροφιά, κοινωνία |
    • ανομοιογενείς σχέσεις |
    • το τόσο ανομοιογενές κοινό των ναπολεοντίων χρόνων (DGiatras) |
    • το κόμμα, η εταιρεία, ο σύλλογος, το συβούλιο απαρτίζεται από ανομοιογενή στοιχεία |
    • για την ελληνική λαϊκή μουσική οι ειδικοί δημιούργησαν ανομοιογενέστατο λεξιλόγιο που είναι παρμένο από το λεξιλόγιο της βυζαντινής μουσικής και της ορχηστρικής (Mirambel) |
    • οι επίγονοι του Mαρξ προσκόμιζαν ένα θεωρητικό υλικό ανισοβαρές και ανομοιογενές με συνέπεια ο Mαρξ να εξαφανίζεται μέσα στον μαρξισμό (AArgyriou)

[fr kath ← K ἀνομοιογενής Philo 1st c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες