Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανομοιογένεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανομοιογένεια η [anomiojénia] Ο27 : η ιδιότητα του ανομοιογενούς, η έλλειψη ομοιογένειας μεταξύ των στοιχείων ενός συνόλου: Γλωσσική ~ ενός κειμένου, η συνύπαρξη καθαρευουσιάνικων και δημοτικών στοιχείων. H ~ του πληθυσμού των παραμεθόριων περιοχών οξύνει τα κοινωνικά προβλήματα.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ομοιογένεια απόδ. γαλλ. hétéro généité]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανομοιογένεια [anomioyénia] η, (L)
  • difference of kind, lack of homogeneity (ant ομοιογένεια):
    • ~ αντικειμένων, υλικού |
    • στυλιστική ~ χαρακτηρίζει το αντίγραφο του αγάλματος ως προς την απόδοση του ιματίου (Despinis) |
    • ~ της γλώσσας του συγγραφέα |
    • η παιδευτική γλωσσική ατμόσφαιρα του σχολείου παρουσίαζε μιαν ~ προ του 1976 |
    • δημιουργήθηκε μια νομισματική ~ και αναρχία (Angelop) |
    • από το Λασήθι ως τη Σητεία υπάρχει ~ των στοιχείων που απαρτίζουν τον πληθυσμό |
    • σημαντικές εσωτερικές ανομοιογένειες παρατηρούνται στις μειονότητες της περιοχής του Québec |
    • μια πολιτική που σέβεται τις ανομοιογένειες βρίσκει στις άμιλλες μια από τις πρωταρχικές της εμπνεύσεις |
    • το κόμμα έχει κάποιαν ιδεολογική ~ |
    • κάποια ακαταστασία και ~ βασιλεύει ακόμα σ' αυτόν τον κλάδο του δικαίου (Theotokas) |
    • στην ιστορία των ιδεών έχομε μιαν ~ και μιαν ομοιογένεια που συμπλέκονται και αποτελούν ένα σφιχτό δίχτυ (Papanoutsos) |
    • κοινοί μύθοι ανήκουν σε πολλούς λαούς ή σε πολλά άτομα διαφόρων λαών· τέτοιες διασταυρώσεις ομοιογένειας και ανομοιογένειας παρουσίασε προπαντός η πνευματικά πολυσύνθετη και κατακερματισμένη εποχή μας (Tsatsos)

[fr kath ανομοιογένεια, cpd w. ομοιογένεια or der of ανομοιογενής after the pattern ομοιογένεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες