Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανομοίωση η [anomíosi] Ο33 : (γλωσσ.) το φαινόμενο της αποβολής ή της αντικατάστασης του ενός από τους δύο όμοιους ή συγγενικούς φθόγγους μιας λέξης· π.χ. γρήγορα > γλήγορα, φρατρία > φατρία: Προχωρητική* / υποχωρητική* ~.
[λόγ. < αρχ. ἀνομοίω(σις) `διαφοροποίηση΄ -ση σημδ. γαλλ. dissimilation ή γερμ. Dissimilation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομοίωση [anomíosi] η, gen ανομοίωσης & ανομοιώσεως (L) ling, gramm
- dissimilation of identical or similar sounds:
- γρήγορα γλήγορα, AG πhέπhυκα πέπhυκα (πέφυκα), φρατρία φατρία, thriks (θριξ), gen thrikhόs trikhόs (τριχός)
[fr kath ανομοίωσις ← AG]
- dissimilation of identical or similar sounds: