Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανομβρία η [anomvría] Ο25 : η έλλειψη ή η ανεπάρκεια βροχοπτώσεων και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα· ξηρασία: Θερινή / μόνιμη ~. Περίοδος μεγάλης ανομβρίας.
[λόγ. < αρχ. ἀνομβρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομβρία [anomvría] η, (L)
- lack of rain, rainlessness, dryness, drought (syn ανομπριά, αναβροχιά, ανεριά, L λειψυδρία, ξηρασία):
- η ~ κατέστρεψε τα σιτηρά |
- η Kύπρος συχνά υποφέρει από ~ και ανυδρία (Floros) |
- με τη βοήθεια του Παντοδύναμου θα σταματούσε η ~ (Kythreotis) |
- η πεδιάδα του Mαραθώνα παρ' όλη την ~ διαθέτει πλούσια αποθέματα νερού σε μικρό βάθος και αποτελεί ιδεώδη πηγαδότοπο (FKakridis)
[fr kath ανομβρία ← K ἀνομβρία; cf region. ModG ανομπριά]
- lack of rain, rainlessness, dryness, drought (syn ανομπριά, αναβροχιά, ανεριά, L λειψυδρία, ξηρασία):