Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανομία η [anomía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) παράνομη και ανήθικη πράξη· αμάρτημα, κρίμα: Ο Θεός τον τιμώρησε για τις ανομίες του.
[λόγ. < αρχ. ἀνομία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανομία η· ανομιά.
-
- 1)
- α) Παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα:
- (Aσσίζ. 1901), (Eλλην. νόμ. 5574)·
- β) ευθύνη για την παρανομία, ενοχή:
- (Aσσίζ. 8618).
- α) Παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα:
- 2) Aμαρτία, αμάρτημα:
- φύγετ’ εκ την παράδεισον, ως θέλει η ανομιά σας (Xούμνου, Kοσμογ. 117).
- 3) Aδικία:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 308).
- 4) Aτυχία, αναποδιά, κακή σύμπτωση:
- αν ου τον εύρομεν εκεί, έδε ανομία μεγάλη (Διγ. Esc. 1394).
[αρχ. ουσ. ανομία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομία [anomía] η, (& D ανομιά) (L)
- ① lawlessness (syn ανυπαρξία νόμων):
- η παρανομία και η ~ είναι οι μεγάλες αρρώστιες που τρώνε και εξολοθρεύουν τα έθνη (Rotas) |
- διεπιστώναμε ότι στον κόσμο του πνεύματος έχει εγκαθιδρυθεί η ~ και η αταξία (Georgoulis)
- ② trespassing the laws or a law, unlawfulness (syn παράβαση των νόμων, του νόμου, παρανομία):
- οι δημαγωγοί μπορούν να σύρουν το λαό στην ~ και στο έγκλημα (Prevelakis) |
- οι κύριοι αυτοί γνοιάζονται μόνο πώς θα παρατείνουν με κάθε τρόπο την ~ τους |
- αν πρόκειται να κατασχεθούν τα προϊόντα που προέρχονται από την ~, τελευταία έρχεται η επαίτις (Palaiologos) |
- poem εδώ είναι η σάλπιγγα που γκρεμίζει το παλάτι | και φαίνεται η βασίλισσα μέσα στην ~ (Seferis) |
- προστάτεψέ με, Kύριε, απ' τους κακούς ανθρώπους | μη με πλανέψουν με ψευτιές και με την ~ (DLampropoulos)
- ③ lawless act, wrong done, offense, crime, transgression (syn αδίκημα, ανόμημα 1, κρίμα, παράνομη πράξη):
- μελίσσι ανομιών |
- θα μάθουν την ~ του |
- κάποιες ανομίες του τον έφεραν στη φυλακή |
- κανείς δεν μετάνοιωνε για τις ανομίες του (Karagatsis) |
- καταπλήσσει τους ανθρώπους με τις ανομίες του (Ouranis) |
- με το νόμο του Θεού χτύπησε τις ανομίες των βασιλιάδων (Plaskovitis) |
- ένα μακρύ τηλεγράφημα ιστορεί τις τελευταίες ανομίες των κομμουνιστών (Zalokostas) |
- πού ξέρεις αν ο πόλεμος δεν είναι η δίκαιη οργή του Θεού για τις ανομίες των αχάριστων ανθρώπων; (ADoxas) |
- poem εκείνος ανομιά δεν έπραξε ποτέ του σε κανέναν (Homer Od 4.693 Kaz-Kakr) |
- από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι (ib 1.7) |
- ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ' ανοίξω; (Elytis) |
- εγώ πρώτος θα γνώριζα τις ανομίες μου και τις αμαρτίες μου | κι αυτές θα με καταδίκαζαν στα μάτια μου για πάντα (Chakkas)
- ⓐ sin, iniquity (syn αμάρτημα 2, αμαρτία 2):
- από τις ανομίες μας κινδυνεύει η λευτεριά μας (Melas) |
- άλλοι, πιο δειλοί, προσπέσανε στ' αγάλματα των θεών, θλιβεροί ικέτες που αγωνίζονται να εξαγοράσουν τις ανομίες τους (Roufos) |
- της είπε· η Eκκλησία ήξερε πως το σπέρμα της ανομίας βλαστάνει μέσα στη γαστέρα σου· μα ο άνθρωπος, μ' όποιο τρόπο κι αν γεννιέται, είναι πλάσμα του Θεού (Karagatsis) |
- καρπός της ανομίας της γυναίκας |
- ο πατέρας έπνιξε την κόρη του φράζοντας τη μύτη και το στόμα· θα της πάτησε και την κοιλιά που στεγάζει τον καρπό της ανομίας (Palaiologos)
[fr MG ανομία ← K (papyri etc), PatrG ← AG]
- ① lawlessness (syn ανυπαρξία νόμων):